Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Αχυρένια Σκυλιά, Σκέψεις για τους ανθρώπους και άλλα ζώα



Ο πικρός λογαριασμός μιας γλυκιάς αυταπάτης

Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ

Ένα από τα λιγότερο γνωστά κεφάλαια στην ιστορία της βρετανικής αποικιοκρατίας, που μας το θυμίζει ο Τζον Γκρέι σ΄ αυτό το βιβλίο του, είναι η μεταχείριση που επιφύλαξαν οι «πολιτισμένοι» λευκοί άποικοι στους Αβορίγινες της Τασμανίας. Τους χρησιμοποιούσαν ως δούλους, τους κακοποιούσαν σεξουαλικά, τους βασάνιζαν, τους ακρωτηρίαζαν, τους κυνηγούσαν σαν θηράματα και σαν παράσιτα, πουλούσαν το δέρμα τους προς όφελος των κρατικών ταμείων. Ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου τα παιδιά, ευνούχιζαν ή θανάτωναν τους άνδρες και υποχρέωναν τις γυναίκες των δολοφονημένων να περιφέρονται με το κεφάλι των συζύγων τους δεμένο γύρω από τον λαιμό τους. Μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα δεν είχε μείνει ούτε ένας ιθαγενής Τασμανός. Όταν πέθανε ο τελευταίος άνδρας, το 1869, ένα ευυπόληπτο μέλος της Βασιλικής Εταιρείας της Τασμανίας άνοιξε τον τάφο του και έφτιαξε από το δέρμα του νεκρού μια καπνοσακούλα.

΄Οση φρίκη και αν μας προκαλούν τέτοιες θηριωδίες, δεν αποτελούν περιστασιακά έκτροπα στην ιστορία του πολιτισμού, αλλά μάλλον ένα μόνιμο παρακολούθημά του. Όπως ο Μπαλζάκ έλεγε ότι πίσω από κάθε μεγάλη περιουσία κρύβεται ένα έγκλημα, έτσι και ο Γκρέι λέει ότι πίσω από την ειρήνη και την ευημερία των «πολιτισμένων» δυτικών κοινωνιών κρύβονται αδικίες και κακουργήματα εις βάρος άλλων λαών σε άλλα μέρη του κόσμου. Θα πείτε, μόνον ο Γκρέι το λέει αυτό;

Ασφαλώς όχι. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ τέτοιες θέσεις διατυπώνονται κατά κανόνα από αριστερή ή «προοδευτική» σκοπιά, εδώ μιλάει ένας συντηρητικός θεωρητικός. Ο Γκρέι δεν απορρίπτει μόνο τον καπιταλισμό, αλλά ολόκληρη τη νεωτερικότητα, ολόκληρο μάλιστα τον δυτικό πολιτισμό από την επικράτηση του χριστιανισμού και έπειτα.

Πρωτογνώρισα τον Τζον Γκρέι από ένα προηγούμενο βιβλίο του, το Η Αλ Κάιντα και η νεωτερικότητα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Μου έκανε εντύπωση η συντηρητική κριτική οξυδέρκεια αυτής της μελέτης. Γιατί οι συντηρητικοί στοχαστές, όταν είναι σοβαροί, έχουν τα δικά τους θεωρητικά ατού και συχνά βλέπουν τα πράγματα πιο καθαρά από τους ριζοσπάστες της αντίπερα όχθης. Αυτό οφείλεται κυρίως, όπως νομίζω, στη σκεπτικιστική στάση τους απέναντι στην ανθρώπινη φύση, την οποία η παράδοση του Διαφωτισμού, με όλα τα παρακλάδια και τις μεταπλάσεις της, θεωρεί βασικά ευγενική, απεριόριστα εύπλαστη και με ανεξάντλητες δυνατότητες, όταν δεν την απορρίπτει τελείως ως έννοια. Η σκεπτικιστική και, γιατί όχι, πεσιμιστική ανθρωπολογία της συντηρητικής σκέψης κάνει εμένα, ένα τέκνο του Διαφωτισμού με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό και, θα έλεγα, διαφορετική ιδιοσυγκρασία να αισθάνομαι μερικές φορές αμήχανος απέναντι στα επιχειρήματά τους.

Η ανθρώπινη φύση, λοιπόν. Ο Γκρέι θεωρεί ότι δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τη φύση των άλλων ζώων (τα οποία, εξάλλου, ο ΄Αγγλος διανοητής εκτιμά τα μάλα) και η πηγή της δυστυχίας του ανθρώπου- για την ακρίβεια, του δυτικού ανθρώπου- είναι η αυταπάτη του ότι είναι εντελώς διαφορετικός από αυτά: ότι οι πράξεις του είναι έλλογες, ότι έχει ελευθερία επιλογών, ότι δεν υπόκειται στην τύχη και τη μοίρα, ότι είναι ένα συμπαγές και συγκροτημένο υποκείμενο και όχι ένα σύμφυρμα από θραύσματα διαφορετικών «εαυτών» κ.λπ. ΄Αλλοι, παλιότεροι πολιτισμοί δεν είχαν τέτοιες φαντασιώσεις. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες καταλάβαιναν πολύ καλά τον ρόλο της τύχης στα ανθρώπινα, δεν αναζητούσαν κάποιο νόημα στη ζωή και θεωρούσαν ύψιστο αγαθό την αταραξία, που επιτυγχάνεται με το ομολογουμένως τη φύσει ζην. Παρόμοια, για τους ταοϊστές η σωστή στάση ήταν να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση του και να ανταποκρίνεται επιδέξια στις εκάστοτε περιστάσεις, χωρίς να βάζει στον εαυτό του κάποιον ανώτερο σκοπό ή κάποιο ηθικό καθήκον.

Η μεγάλη πορεία απομάκρυνσης (αποξένωσης) από την ανθρώπινη φύση άρχισε, κατά τον Γκρέι, με τον χριστιανισμό, που εισήγαγε την πρωτόφαντη ιδέα ότι η Ιστορία έχει ένα νόημα και η ανθρωπότητα είναι προορισμένη να το εκπληρώσει. Δέσμευσε, έτσι, τους πιστούς του σ΄ ένα χιμαιρικό πρόγραμμα άσχετο με τις πραγματικές ανάγκες τους. Αλλά η ιλιγγιώδης και, μακροπρόθεσμα, ολέθρια επιτάχυνση αυτής της πορείας δόθηκε από τη νεωτερικότητα και τον Διαφωτισμό, με το ιδεολόγημα της νομοτελειακής και συνεχούς προόδου, την υποταγή του συναισθήματος και της διαίσθησης σ΄ έναν άτεγκτο ρασιοναλισμό, την εξαγγελία της απόλυτης κυριαρχίας στη φύση, την αναγωγή της επιστήμης και της τεχνολογίας σε καινούργια θρησκεία, την αναγόρευση της ανθρώπινης ευτυχίας σε πολιτικό πρόγραμμα. Οι ιδεολογίες της «απελευθέρωσης» από τη μια, της εκπλήρωσης του σχεδίου της «Θείας Πρόνοιας» από την άλλη, επικουρούμενες από μια ολοένα αποτελεσματικότερη τεχνολογία, οδήγησαν στις μαζικές δολοφονίες, τις γενοκτονίες και την καταστροφή του περιβάλλοντος που σημάδεψαν τον θρίαμβο της νεωτερικότητας, με αποκορύφωμα το αιματηρό όργιο του 20ου αιώνα και τον οικολογικό εφιάλτη των τελευταίων δεκαετιών.

Ο Γκρέι ασκεί ανελέητη κριτική σε σχεδόν όλους τους δυτικούς φιλοσόφους από τον Καρτέσιο και έπειτα, με τιμητικές εξαιρέσεις τον Χιουμ και κυρίως (πράγμα καθόλου παράξενο) τον Σοπενχάουερ. Τους κατηγορεί ότι δεν έκαναν άλλο από το να σκαρφίζονται πολύπλοκα και εξεζητημένα επιχειρήματα για να στηρίξουν συμβατικές πεποιθήσεις. ΄Οχι λίγες οι φορές οι επιμέρους θέσεις του, διατυπωμένες σαν επιγραμματικά παραδοξολογήματα, μας φαί νονται ακαταμάχητα πειστικές. Όπως όταν λέει ότι οι ρόλοι της επιστήμης και της θρησκείας στις μέρες μας έχουν αντιστραφεί: η επιστήμη, με τη μορφή βέβαια της τεχνολογίας, έχει γίνει το καταφύγιο από την αβεβαιότητα, καθώς υπόσχεται το θαύμα της απελευθέρωσης από κάθε φυσικό περιορισμό, αλλά και από τη σκέψη, ενώ η θρησκεία (στη Δύση, φαντάζομαι πως εννοεί) γίνεται ολοένα περισσότερο εστία αμφιβολίας. ΄Η όταν κάνει (και εξηγεί) την εκπληκτική παρατήρηση ότι ένα απολύτως συνειδητό ανθρώπινο ον, αποκομμένο από ασύνειδες συγκινήσεις και αντιλήψεις που δίνουν περιεχόμενο στη ζωή, δεν θα ήταν παρά ένα αυτόματο που θα ελεγχόταν από ένα άλλο ανθρώπινο ον. ΄Η όταν επισημαίνει ότι ο μεταμοντέρνος σχετικισμός, που αυτοπροβάλλεται ως ένα ανώτερο είδος μετριοπάθειας, είναι στην πραγματικότητα το χειρότερο είδος έπαρσης: οι μεταμοντερνιστές, αρνούμενοι ότι ο φυσικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις μας γι΄ αυτόν, απορρίπτουν υπόρρητα κάθε όριο στις ανθρώπινες φιλοδοξίες. Ή, πάλι, όταν διαβλέπει ότι οι σημερινές κοινωνίες της διασκέδασης, στις οποίες ανακαλύπτονται όλο και πιο διαφορετικές μορφές παραβατικότητας ως αντίδοτο στην ανία, θα φτάσουν στο σημείο όπου, για να αποσοβηθεί ο κορεσμός, θα λανσαριστεί ως καινούργια παραβατική μόδα η... ηθική!

Είπαμε, ο Γκρέι είναι ένας πεσιμιστής, αλλά ένας νουνεχής πεσιμιστής με διαυγή σκέψη. Θεωρεί (και μάλλον έχει δίκιο) ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν «ένας οικογενειακός καβγάς μεταξύ δυτικών ιδεολογιών» και, παραπέμποντας στον συκοφαντημένο από τη μαρξιστική παράδοση Μάλθους, προφητεύει ότι οι τελείως διαφορετικοί πόλεμοι του 21ου αιώνα θα έχουν ως αιτία τη σπάνι σε φυσικούς πόρους. Σ΄ αυτό το τελευταίο, τουλάχιστον, δεν είναι μόνος.

Το συμπέρασμά του; Όπως θα περίμενε κανείς έπειτα από όσα προηγήθηκαν, δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Ο Γκρέι μοιάζει βέβαιος ότι κάποια στιγμή η φύση θα προχωρήσει σε «αυτοκάθαρση» με την εξολόθρευση του ανθρώπινου είδους. Αλλά η πρότασή του για μια θετική και πρακτική στάση ζωής στις σημερινές συνθήκες είναι η εξής: να χρησιμοποιούμε πλήρως την επιστήμη και την τεχνολογία, χωρίς όμως την ψευδαίσθηση ότι θα μας κάνουν ελεύθερους, έλλογους ή ακόμα και πνευματικά υγιείς· να επιδιώκουμε την ειρήνη, χωρίς να ελπίζουμε σ΄ έναν κόσμο χωρίς πόλεμο· να αγαπάμε την ελευθερία, γνωρίζοντας ότι είναι ένα διάλειμμα μεταξύ αναρχίας και τυραννίας.

Μια τέτοια στάση μπορεί να είναι, και προσωπικά πιστεύω πως είναι, σοφή σε ιδιωτικό επίπεδο. Αλλά σε επίπεδο σύμπραξης με άλλους, δεν ξέρω. Το βιβλίο του Γκρέι, βέβαια, δεν είναι καμιά συστηματική πραγματεία. ΄Εχει μάλλον τον χαρακτήρα μιας σειράς ανεπτυγμένων αφορισμών, οργανωμένων χαλαρά γύρω από ένα κεντρικό θέμα, πράγμα που το κάνει απολαυστικό στην ανάγνωση, χάρη και στο λαμπρό ύφος του συγγραφέα (που αποδόθηκε πολύ ωραία στα ελληνικά από τον μεταφραστή). Διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα της αντίφασης, την οποία θέλει να απαλείψει από τη ζωή των ανθρώπων. ΄Ετσι, η ανθρώπινη φύση δεν διαφέρει από αυτή των ζώων, αλλά... νά που διαφέρει, όπως μας λέει ο ίδιος ο Γκρέι αλλού: χαρακτηρίζεται από μια σύγκρουση ενστίκτων, όπου το αίσθημα της πλήξης ανταγωνίζεται την ανάγκη για ασφάλεια, η λαχτάρα της βίας αντιμάχεται την αγάπη της ειρήνης, ο πειρασμός της σκέψης αναμετριέται με τον φόβο των συνεπειών της. Ο Γκρέι, όπως και αρκετοί άλλοι δυτικοί φιλόσοφοι εδώ και περίπου έναν αιώνα, θεωρεί δύο χιλιάδες χρόνια ιστορίας του δυτικού πολιτισμού μια κολοσσιαία παρεκτροπή, μια ύβρι κατά της φυσικής τάξης πραγμάτων. Πέρα από το πόσο ορθολογικά ή δίκαια μπορεί να αποτιμηθεί ένας πολιτισμός με τέτοιους όρους, δεν χρειάζεται παρά μια μικρή μετατόπιση της έμφασης για να γίνει η ύβρις έφεση στην υπέρβαση, που είναι και αυτή μια από τις παράξενες τάσεις της ανθρώπινης φύσης.

Αν όμως η βαθύτερη στάση του Γκρέι είναι περισσότερο συναισθηματική παρά ορθολογική (και τι άλλο από συναισθηματική μπορεί να είναι μια βαθύτερη στάση;), πρέπει να την εκτιμήσουμε ακόμα και ως τέτοια. Όπως το δάκρυ καθαρίζει το μάτι, έτσι και η ολοφάνερη απόγνωση του Γκρέι για την ανθρώπινη ασχήμια που ανέδειξε ο 20ος αιώνας, με τον 21ο να συνεχίζει στα ίδια χνάρια, κάνει αυτόν τον στοχαστή να διακρίνει ορισμένες βασανιστικές αλήθειες και να αναζητά τρόπους συμφιλίωσης μαζί τους.


John Gray
ΑΧΥΡΕΝΙΑ ΣΚΥΛΙΑ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΖΩΑ
ΜΤΦ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ ΕΚΔ. ΟΚΤΩ, ΑΘΗΝΑ 2008 ΣΕΛ. 271, ΤΙΜΗ: 18 ΕΥΡΩ


ΝΕΑ 14-2-2009

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Dame Kiri Te Kanawa sings "O, Holy Night"

Συνέντευξη του Αλέν Μπαντιού στην Καθημερινή της Κυριακής, 22-11-2009

Η επιστροφή της Μεγάλης Ιδέας

Ο Αλέν Μπαντιού μιλάει για την πνευματική παρακμή της Ευρώπης και για την επαναθεμελίωση της κοινωνικής χειραφέτησης

Συνέντευξη στον Πετρο Παπακωνσταντινου

Πολυσύνθετη προσωπικότητα με εικονοκλαστικό πνεύμα, ο Αλέν Μπαντιού είναι ο πλέον μεταφρασμένος, ζων φιλόσοφος της Γαλλίας. Στον αντίποδα των περιλάλητων «νέων φιλοσόφων», ορισμένοι εκ των οποίων ξεκίνησαν από τον Γαλλικό Μάη του ’68 για να βρεθούν να υποστηρίζουν τον Νικολά Σαρκοζί ή και την Αμερική του Τζορτζ Μπους, ο Μπαντιού μπορεί να υπερηφανεύεται λιγότερο για τη μιντιακή του ακτινοβολία και περισσότερο για την πρωτοτυπία της θεωρητικής του παραγωγής. Το επιβλητικό του έργο Το Είναι και το Συμβάν, σηματοδοτεί μια ριζοσπαστική επιστροφή στον Πλάτωνα, επαναπροσδιορίζοντας το ίδιο το πεδίο της φιλοσοφίας. Βασικά στοιχεία της φιλοσοφικής του σκέψης περιέχονται στη συλλογή δοκιμίων Από το Είναι στο Συμβάν, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη, μαζί με το τελευταίο του βιβλίο, Η Κομμουνιστική Υπόθεση.

Συναντήσαμε τον κ. Μπαντιού στην πάντα φιλόξενη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου, στο περιθώριο διεθνούς φιλοσοφικού συνεδρίου. Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε λιγότερο στα μεγάλα, θεωρητικά ερωτήματα και περισσότερο στις πολιτικές πλευρές των αναζητήσεων ενός ετερόδοξου διανοητή, που μιλάει για κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό και για κοινωνική αλλαγή χωρίς κατάληψη της εξουσίας, επιμένοντας ότι οι μεγάλες Ιδέες είναι πάντα αναγκαίες, αν δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε τον πόθο της ζωής με την αγωνία της επιβίωσης.

– Μιλάτε για την Ιδέα με Ι κεφαλαίο. Είναι δυνατόν, μετά από τόσα χρόνια κυριαρχίας του μεταμοντέρνου στον ευρύτερο αριστερό χώρο, να μιλάει κανείς για Μεγάλες Αφηγήσεις, χωρίς να εγείρει την υποψία ότι κάπου στο βάθος κρύβεται ένα καινούργιο Αουσβιτς ή ένα καινούργιο Γκουλάγκ;

– Ποτέ δεν αποδέχθηκα αυτή τη μεταμοντέρνα διάγνωση, ότι πίσω από κάθε μεγάλη ιδέα κρύβεται η νοοτροπία του ολοκληρωτισμού. Για μένα, αυτή η λογική ήταν απλώς η μεταμφίεση της ιδεολογικής συνθηκολόγησης. Θα έλεγα, όμως, ότι αυτή η νοοτροπία κρύβει και κάτι άλλο, ευρύτερο: την πνευματική γήρανση και αποθάρρυνση της Ευρώπης. Αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η σημερινή Ευρώπη αντιπροσωπεύει την πιο γερασμένη και κουρασμένη περιοχή του πλανήτη. Μια ήπειρο, όπου κυριαρχεί η παρακμή και η αποδοχή αυτής της παρακμής, κάτι που περιορίζει τη φιλοδοξία μας στην επιδίωξη να είναι τα γηρατειά μας ήρεμα και ανώδυνα. Σ’ αυτό το φόντο, η επιστροφή της μεγάλης ιδέας, του πόθου της ριζοσπαστικής αλλαγής, προβάλλει, ίσα ίσα, ως προϋπόθεση για την άρση αυτής της νεκρικής ατονίας, για την αναζωογόνηση του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στις μεγάλες αφηγήσεις της εξουσίας, στις ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από το ζήτημα της κατάληψης και του μετασχηματισμού του κράτους. Η απελευθερωτική ιδέα δεν χρειάζεται καθόλου να είναι «ολότητα» με την έννοια του κράτους που ενοποιεί την κοινωνία, για να είναι μεγάλη.

H Γαλλία

– Πρόσφατα η Liberation έκανε λόγο για πνευματική παρακμή της Γαλλίας, την οποία απέδιδε σε ένα παράδοξο: στο γεγονός ότι η πτώση του κομμουνισμού προκάλεσε ένα είδος στείρωσης ακόμη και σ’ εκείνους που του είχαν αντιταχθεί. Συμμερίζεσθε αυτή τη διάγνωση;

– Οχι. Η πνευματική γονιμότητα της Γαλλίας τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 δεν προήλθε από την πλευρά που απέρριπτε τον κομμουνισμό. Προήλθε από ανθρώπους που συνδέονταν με την ιδέα της κομμουνιστικής χειραφέτησης, όπως ο Σαρτρ και ο Αλτουσέρ ή ο Φουκώ και ο Ντελέζ. Βεβαίως, διατηρούσαν μια κριτική ματιά και πολλοί από αυτούς οδηγήθηκαν σε σύγκρουση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, εν πάση περιπτώσει, όμως, ενδιαφέρονταν για την κομμουνιστική ιδέα. Εκείνοι που στέκονταν στην απέναντι όχθη, όπως οι λεγόμενοι νέοι φιλόσοφοι -Μπερνάρ - Ανρί Λεβί, Αλέν Φινκελκρό, κ.ά.- δεν θεωρούνταν ποτέ, στο πλαίσιο της φιλοσοφικής κοινότητας της Γαλλίας, εξέχοντες φιλόσοφοι. Ελαμπαν στον κόσμο των μίντια, ναι, αλλά όχι στον κόσμο της φιλοσοφίας. Ακόμη και σήμερα, σ’ αυτή τη δύσκολη, μεταβατική εποχή, οι πιο γόνιμες συνεισφορές στη γαλλική φιλοσοφία εξακολουθούν, πιστεύω, να προέρχονται από ανθρώπους που συνδέονται, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, όπως ο Ρανσιέρ, ο Μπαλιμπάρ και άλλοι.

– Κεντρικό ρόλο στο έργο σας διαδραματίζει η έννοια του «Συμβάντος», ενός εξαιρετικού γεγονότος που έρχεται σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, διακόπτει την «κανονική» ροή των πραγμάτων και γεννά άπειρες νέες δυνατότητες, κάτι σαν τη «Μεγάλη Εκρηξη» της κοσμολογίας, μεταφερμένη στον χώρο της κοινωνικής φιλοσοφίας. Πώς απαντάτε στην κριτική του συναδέλφου σας, Ντανιέλ Μπενσαίντ, ότι ένα τέτοιο «Συμβάν», αποκομμένο από κάθε ιστορική αιτιότητα, δεν διαφέρει και πολύ από το θρησκευτικό θαύμα;

– Το ζήτημα είναι πώς βλέπει κανείς την περίφημη ιστορική αιτιότητα. Πάρτε για παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση. Οι ιστορικοί μπορεί να επικαλεσθούν ένα εκατομμύριο κοινωνικά αίτια, αλλά αυτά τα αίτια δεν εξηγούν τίποτα, αναφορικά με το γιατί έγινε, εκεί όπου έγινε, τη στιγμή που έγινε και με τον τρόπο που έγινε, μια επανάσταση που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Υπήρξε μια συσσώρευση καθαρά συγκυριακών, πολιτικών επιλογών, με κορύφωση τη Συνέλευση των Τάξεων που συγκάλεσε ο βασιλιάς, οι οποίες δημιούργησαν τη δυνατότητα της επανάστασης. Mια δυνατότητα, η οποία είναι, φυσικά, συμβατή με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες. Αλλά η συμβατότητα δεν σημαίνει καθόλου ντετερμινιστικό καθορισμό, κι αυτή είναι η διαφορά μας. Υπάρχουν πάρα πολλές αιτιότητες και όχι μία γραμμική αιτιότητα, η οποία θα εξηγούσε, φερ’ ειπείν, την άλωση της Βαστίλλης από την κρίση των σιτηρών. Επομένως, το Συμβάν δεν είναι κάτι που διαψεύδει, κατά έναν μαγικό τρόπο, τους υποτιθέμενους κοινωνικούς νόμους, όπως το θρησκευτικό θαύμα διαψεύδει τους νόμους της φύσης. Αποτελεί, ωστόσο, μια ιστορική τομή, που χωρίζει απότομα το «πριν» και το «μετά». Για παράδειγμα, ποια αυστηρή αιτιότητα μπορεί να εξηγήσει τον Μάη του ’68; Η έκρηξη ήρθε σαν αστραπή σε καθαρό ουρανό, σε μια στιγμή ηρεμίας, οικονομικής ακμής, όταν όλα πηγαίναν «καλά» και κανείς, μα κανείς δεν περίμενε την εξέγερση.

H νεολαία

– Πολλοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι της χώρας σας είδαν την έκρηξη της ελληνικής νεολαίας, τον περασμένο Δεκέμβριο, ως προοίμιο ενός «Συμβάντος» του είδους που περιγράφετε, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Συμμερίζεσθε αυτή την οπτική;

– Δεν είμαι καθόλου βέβαιος, γιατί τα γεγονότα κρίνονται πρώτα απ’ όλα από τις συνέπειές τους. Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, αυτό που φαίνεται με γυμνό μάτι, τουλάχιστον στα μάτια ενός Γάλλου, είναι ότι επιτάχυναν την πτώση μιας δεξιάς κυβέρνησης, που είχε ήδη πολύ άσχημες επιδόσεις, οδηγώντας στην επιστροφή των σοσιαλιστών, όπως είχε γίνει με τις μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις στη Γαλλία, τη δεκαετία του ’90. Ωστόσο, ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός στη Γαλλία ξεπερνούσε τον άμεσο, πολιτικό χαρακτήρα του. Ερμηνεύθηκε ως σύμπτωμα μιας ευρύτερης παθογένειας, κοινής σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες, που στερούν από τη νεολαία ελπίδα, προοπτική, νόημα ζωής. Σύμπτωμα, βεβαίως, τυφλό, ενδεχομένως και αυτοκαταστροφικό -και εδώ ο κίνδυνος του μηδενισμού, της τυφλής βίας ή και της τρομοκρατίας είναι υπαρκτός- αλλά αδιάψευστο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σοκαρίστηκαν γιατί αναγκάστηκαν να αναρωτηθούν μήπως κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα περιμένει, ίσως σε μεγαλύτερη κλίμακα, και τις ίδιες.

Η χειραφέτηση δεν περνάει από την εξουσία

– Μιλάτε για έναν «κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό», υποστηρίζοντας ότι το κομμουνιστικό κόμμα, τα μαζικά συνδικάτα, όλες αυτές οι ιστορικές καινοτομίες του εικοστού αιώνα, είναι μορφές μη εφαρμόσιμες σήμερα. Βλέπετε άλλες, «εφαρμόσιμες» μορφές εκπροσώπησης;

– Κοιτάξτε, η κομμουνιστική ιδέα στην αρχική και θεμελιακή της έννοια είναι η ιδέα της καθολικής απελευθέρωσης, η οποία παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές στην ιστορία, από τις εξεγέρσεις των δούλων υπό τον Σπάρτακο και των Γερμανών αγροτών υπό τον Τόμας Μύντσερ, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871. Τι μορφές μπορεί να πάρει αυτή η ιδέα σήμερα, απλούστατα δεν το γνωρίζω. Αν πάμε πίσω στο 1840, ο νεαρός, τότε, Μαρξ δεν μπορούσε να φανταστεί τι μορφές θα έπαιρνε η οργάνωση και κινητοποίηση των μαζών που θα εμπνέονταν από την κομμουνιστική χειραφέτηση. Το πρώτο μαζικό, εργατικό κόμμα συγκροτήθηκε στη Γερμανία μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, δεν μπορώ να δω τις καινούργιες μορφές έκφρασης και δράσης που θα γεννηθούν. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το παραδοσιακό μοντέλο του λενινιστικού κόμματος, με τη στρατιωτική πειθαρχία, που ετοιμάζεται για ένοπλη εξέγερση, είναι ξεπερασμένο από την ιστορία.

– Πώς βλέπετε τη σύλληψη του Χόλογουεϊ, ο οποίος προτείνει, όπως λέει ο τίτλος του ομώνυμου βιβλίου του, «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία»;

– Πιστεύω ότι, για την ώρα, η οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων πρέπει να γίνει σε απόσταση από την εξουσία, γιατί το ζήτημα της εξουσίας είναι το πιο σκοτεινό στην παράδοση της Αριστεράς, εκεί όπου οι εμπειρίες του περασμένου αιώνα είναι ξεκάθαρα αρνητικές. Τα καθεστώτα που ιδρύθηκαν, στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα και αλλού, δεν εξελίχθηκαν σε μορφές χειραφέτησης, ούτε προς τον περίφημο μαρασμό του κράτους, το αντίθετο οδηγήθηκαν στη γιγάντωση ενός πανίσχυρου μηχανισμού κρατικής ισχύος. Σήμερα, το πρωταρχικό ζήτημα που τίθεται ενώπιον της προσπάθειας συγκρότησης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης δεν είναι η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά η ανάγκη να σκεφτεί κριτικά τον ίδιο της τον εαυτό.

– Εχω την αίσθηση ότι αναζητάτε στο πρόσωπο του «Τέταρτου Κόσμου», των μεταναστών εργατών, το ρόλο που αναζητούσαν οι μαρξιστές στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μπορεί ένα κοινωνικό στρώμα τόσο ανομοιογενές, συχνά απόμακρο από την πολιτική με την τρέχουσα έννοια, να εξελιχθεί σε φορέα ενός νέου κοινωνικού υποδείγματος;

– Κοιτάξτε, οι προσωπικές μου εμπειρίες από τις προσπάθειες χρόνων για την οργάνωση αυτών των στρωμάτων με έπεισαν ότι δεν πρόκειται καθόλου για ανθρώπους απομακρυσμένους από την πολιτική. Αντιθέτως, έρχονταν πάντα με αναζητήσεις, προτάσεις. Οπως δεν πρόκειται καθόλου για συντετριμμένους ανθρώπους, με απλοϊκές ανάγκες. Συχνά συναντάμε ανθρώπους που μιλάνε ξένες γλώσσες, έχουν πολιτικές εμπειρίες ήδη από την πατρίδα τους, κάποτε εμπειρίες πάλης απέναντι σε τυραννικά καθεστώτα, ανθρώπους με αυτοεκτίμηση και ανοιχτούς ορίζοντες. Δεν βρίσκεται εκεί, λοιπόν, η δυσκολία. Το πρόβλημα δεν είναι το κοινωνικό υποκείμενο της απελευθερωτικής πολιτικής, αλλά ο τόπος αυτής της πολιτικής. Σε προηγούμενες εποχές, ο τόπος αυτός ήταν το μεγάλο εργοστάσιο. Αλλά σήμερα αυτό το μεγάλο εργοστάσιο δεν υπάρχει στις λεγόμενες αναπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής, έχει μεταναστεύσει στην Κίνα ή στη Βραζιλία. Αυτός ο κατακερματισμός του σύγχρονου προλεταριάτου κάνει πολύ πιο σύνθετη την ενοποίησή του και την επαφή του με την κριτική διανόηση. Κι αυτή η δυσκολία ενισχύει, κατά τη γνώμη μου, τη σημασία της στρατηγικής σύλληψης. Οσο πιο δύσκολη είναι η ενοποίηση, τόσο πιο ισχυρή πρέπει να είναι η Ιδέα για να επιβληθεί.

Ο Σαρκοζί είναι το πνεύμα της ήττας

– Το πολύ επικριτικό δοκίμιό σας με τον παράξενο τίτλο «Ποιανού πράγματος το όνομα είναι ο Σαρκοζί;» συνάντησε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πώς δικαιολογείτε τον εκ πρώτης όψεως παράτολμο παραλληλισμό του φαινομένου Σαρκοζί με το φαινόμενο Πετέν, στο κατοχικό καθεστώς του Βισύ;

– Ακούστε, εδώ γίνεται παρεξήγηση. Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι ο Σαρκοζί είναι ένας νέος Πετέν, κάτι τέτοιο θα ήταν όντως παράλογο. Ο παραλληλισμός μου αφορούσε όχι το πρόσωπο Σαρκοζί, αλλά το πνεύμα του έθνους που τον ακολούθησε. Ενα πνεύμα παράδοσης απέναντι στην ήττα, που περιορίζει τις φιλοδοξίες μας στο να γεράσουμε ήρεμα, με ασφάλεια, χωρίς να παίρνουμε κανένα ρίσκο για κάτι καλύτερο.

Αυτοί που ακολούθησαν τον Πετέν δεν ήταν κατά κύριο λόγο φιλοναζί, ήταν άνθρωποι αποθαρρυμένοι, που ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν το ρίσκο του πολέμου, προτιμώντας μια μίζερη επιβίωση με συνθηκολόγηση στους Ναζί. Κάτι ανάλογο, πιστεύω, ενσάρκωσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες ο Σαρκοζί: Το θάνατο της ελπίδας και την αντικατάσταση του πόθου της ζωής από την ανάγκη της επιβίωσης.

Καθημερινή της Κυριακής, 15-11-2009


Α. Μπαντιού, ο φιλόσοφος της συμβαντικής αλήθειας

Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, μαθηματικός, πολιτικός αγωνιστής, ο Alain Badiou (γ. 1937), είναι μία από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης φιλοσοφίας. Τα δύο μνημειώδη έργα του «Είναι και συμβάν» και «Λογικές των κόσμων» αποτελούν σταθμό στη σύγχρονη σκέψη. Είναι ο πλέον πολυμεταφρασμένος Γάλλος διανοητής, κάτι που είναι ενδεικτικό της παγκόσμιας απήχησης της σκέψης του. Είναι ομότιμος καθηγητής στην φημισμένη Ecole Normale Suprieure και ιδρυτής του CIEPFC (Διεθνές Κέντρο Μελετών της Σύγχρονης Γαλλικής Φιλοσοφίας).

Προδημοσίευση αποσπάσματος από μια εισαγωγή στη φιλοσοφική του σκέψη από τον μελετητή του Μπαντιού, Δημήτρη Βεργέτη, ψυχαναλυτή και διευθυντή του περιοδικού «αληthεια».

Μια διαδικασία εις άπειρον εκτεινόμενη

Σε αντιπαράθεση με τη σύγχρονη Σοφιστική και ενάντια στο παλιρροϊκό μάγμα του μεταμοντέρνου, ο Α. Μπαντιού προάγει την Αλήθεια σε δεσπόζουσα, μαχητική κατηγορία της φιλοσοφίας, κεντροθετεί την φιλοσοφική πράξη στην εγχειρηματικότητά της και διακηρύσσει, συνομολογώντας με τον Λακάν, ότι υπάρχουν αλήθειες. Ως μαχητικός θεματοφύλακας της ύπαρξης αληθειών, η φιλοσοφία του διατηρεί εμπόλεμες σχέσεις με τη σοφιστική αναγωγή της αλήθειας σε «συνθήκες, κανόνες, είδη του λόγου, γλωσσικά παίγνια».

Εναρμονισμένη με τις οντολογικές προδιαγραφές της, παρότι καθ’ υπέρβασιν εγγραφόμενη σ’ αυτές εν είδει ρωγμής, η αλήθεια, στη μινιμαλιστική της συγκρότηση, είναι δομημένη σαν μια πολλαπλότητα. Ο όρος αποτελεί βασικό κύτταρο του συστήματός του. Η στοιχειοθέτηση της αλήθειας ως πολλαπλότητας εκτοπίζει εκ προοιμίου το μοτίβο της υπερβατικότητας από το πεδίο της σύλληψής της. Η φιλοσοφία του αποσκοπεί πρωτίστως να απελευθερώσει το σχήμα της αλήθειας από κάθε οντο-θεολογική ομηρία. Η αλήθεια είναι εμμενής στη κατάσταση όπου επέρχεται και όπου αναπτύσσει την ανατρεπτική εγχειρηματικότητά της.

Εμμενής σημαίνει ότι η αλήθεια δεν εμφανίζεται ως απρόσκλητος έπηλυς αλλά επέρχεται εκ των ένδον. Εάν λοιπόν δεν είναι θεόσταλτη και εξ αποκαλύψεως, εάν δεν εισέρχεται στην κατάσταση με διαβατήριο αλλοδαπού, το ερώτημα που προκύπτει αφορά την τοπική της ανάδυσής της. Αυτή οριοθετείται μεν εντός της κατάστασης, δεν συμπίπτει όμως με αυτήν. Κάθε κατάσταση παρουσιάζεται με μια στοιχειώδη δομική συνοχή και διατηρείται σε σχετική ισορροπία. Για τη διασάλευσή της χρειάζεται κάτι το επιπλέον, κάτι που έρχεται να εγγραφεί σ’ αυτήν καθ’ υπέρβασιν των κανόνων που ρυθμίζουν την ομοιοστασία της και διαφυλάσσουν τη συνοχή της. Αυτό το επιπλέον, υπογραμμίζει, «το ονομάζω συμβάν». Το απαρκτήριο σκίρτημα της αλήθειας είναι πάντα ανιχνεύσιμο στην ρηξιγενή τοπική του συμβάντος.

Η καταγωγή της αλήθειας είναι λοιπόν συμβαντική. Συνάγουμε ότι λίκνο της δεν είναι το Νόημα της εμπειρίας ή του είναι, του οποίου θα αποτελούσε την ερμηνευτική αποκωδικοποίηση. Η αλήθεια δεν αποτελεί αρχή (principe) μιας ερμηνευτικής, όπως διατείνεται μια ορισμένη φιλοσοφία. Επίσης λίκνο της δεν είναι το αντικείμενο ως γνωστική κατηγορία. Επομένως, η αλήθεια δεν αποτελεί αρχή μιας επιστημολογίας της γνώσης. Δεν είναι εξομοιώσιμη με εκφερόμενες κρίσεις, σημάνσιμες ως αληθείς ή ψευδείς, καθυποταγμένες σε πρωτόκολλα επαληθευσιοκρατία, στα οποία εντρυφεί η αγγλοσαξονική σκέψη. Κατά μείζονα λόγο δεν είναι η βασιλική οδός και το υποκειμενικό αποτύπωμα μιας μυσταγωγικής επιφοίτησης. Η αλήθεια είναι διαδικασία εις άπειρον εκτεινόμενη και συνεπώς μη ολοκληρώσιμη μέσα στην περατότητα μιας Αποκάλυψης ή μιας τελεσίδικης ετυμηγορίας. Κατά κάποιον τρόπο είναι αέναα εμπλουτίσιμη από τις παρεμβάσεις του υποκειμένου που κυοφορήθηκε στη ρωγμή του συμβάντος και παραμένει πιστό στην ρηξιγενή καινοτομία του.

Ενα τέτοιο συμβάν για τον Μπαντιού ήταν ο Μάης του ’68.

Η φιλοσοφία όμως δεν παράγει ενδογενώς αλήθειες. Διακηρύσσει, σε αντίθεση για παράδειγμα με τη σοφιστική των γλωσσικών παιγνίων ή τη ναρκισσευόμενη αδολεσχία του μεταμοντέρνου, ότι υπάρχουν αλήθειες, ετερογενούς προελεύσεως και σε πληθικό αριθμό. Οικοδομεί κυρίως τον χώρο της ομότοπης συνύπαρξής τους. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες σημείο. Το εγχείρημα αυτό υπαγορεύεται από την ετερογένεια των τόπων όπου κατανέμεται η πολλαπλότητά τους. Αυτοί οι τόποι στοιχειοθετούνται από τις «διαδικασίες αλήθειας».

Ως γνωστόν, ο Μπαντιού διακρίνει τέσσερα είδη διαδικασιών που συγκροτούν μήτρες παραγωγής αληθειών. Αλήθειες παράγει η επιστήμη, η πολιτική, η τέχνη και ο έρωτας – ως διυποκειμενική επαλήθευση της διαφοράς των φύλων. Αποτελούν τους όρους, ή συνθήκες, της φιλοσοφίας, η πράξη της οποίας συνίσταται στη ομότοπη περισυλλογή τους.

Η άδηλη ρίζα της «γλωσσικής στροφής» της Φιλοσοφίας

(Ολη σχεδόν η σύγχρονη θεωρητική σκέψη αποτελεί πολυσχιδή προέκταση μιας μείζονος εκ-τροπής που καταχωρίσθηκε στο φιλοσοφικό αρχείο του 20ού αιώνα υπό την επωνυμία «γλωσσική στροφή». Στο κείμενό του Λογική, Φιλοσοφία, «γλωσσική στροφή», ο Μπαντιού εντοπίζει και ανατέμνει την άδηλη ρίζα αυτού του φαινομένου. Το ακόλουθο απόσπασμα συμπυκνώνει τη διάγνωση μιας ανυποψίαστης σύμπλευσης στις απαρχές της εκ-τροπής. Προέρχεται Από το Είναι στο Συμβάν, υπό έκδοση στη σειρά αληthεια, εκδ. Πατάκη. ΔΒ)

Η γλωσσική στροφή έχει, όπως ξέρουμε, δύο όψεις φαινομενικά αντιτιθέμενες, όπου δεσπόζουν δύο κύρια ονόματα: Wittgenstein και Heidegger. Από τον πρώτο θα συγκρατήσουμε τη διατύπωση σύμφωνα με την οποία ο κόσμος και η γλώσσα είναι απόλυτα συνεκτατοί, με τα όρια του μεν να είναι ακριβώς τα όρια της δε. Από τον δεύτερο θα συγκρατήσουμε ότι η σκέψη σε καιρούς απόγνωσης είναι πρωτίστως όδευση προς τη γλώσσα, ή, όπως ο Heidegger λέει με αφορμή τον Rilke, «υπάρχει εγκάλυψη επειδή κρύπτεται η ουσιώδης περιοχή, αλλά μένει η ωδή που ονομάζει τη Γη». Σε κάθε περίπτωση, ο τόπος όπου διακυβεύεται το πεπρωμένο της σκέψης είναι ακριβώς το σύνορο του λεκτού. Και για να υπάρχει ένας τέτοιος τόπος, πρέπει τα μαθηματικά, συρρικνωμένα στην υπολογιστική και τυφλή λογική, να μην είναι σκέψη.

Ο Wittgenstein θα υποστηρίξει συγχρόνως:

1. «Τα μαθηματικά είναι μια λογική μέθοδος» (Tractatus, 6.2)…

2. «Η πρόταση στα μαθηματικά δεν εκφράζει καμιά σκέψη» (Tractatus 6.21).

Και ο Heidegger θα συρρικνώσει με την ίδια χειρονομία τα μαθηματικά στην υπολογιστική διάσταση της τεχνικής κυριαρχίας: «Συμβαίνει έτσι το είναι του όντος να γίνεται στοχάσιμο μέσα στον καθαρή σκέψη των μαθηματικών. Το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογίσιμο και ενταγμένο στον μαθηματικό λογισμό είναι, καθιστά το ον κάτι το επιδεκτικό κυριαρχίας στους κόλπους της μοντέρνας τεχνικής με τη μαθηματική της δομή».

Ετσι, ο Wittgenstein και ο Heidegger συμμερίζονται την ταύτιση των μαθηματικών και της λογικής, στους κόλπους μιας υπολογιστικής διάταξης όπου η σκέψη δεν είναι πλέον σκεπτόμενη. Και ο ένας και ο άλλος στρέφουν αυτή την ταύτιση προς την προσφυγή στο ποίημα, ως εκείνο που, μέσα στη γλώσσα, επιμένει να συνάδει με την κατονομασία αυτού που αποσύρεται. Σύμφωνα με τον Heidegger, δεν μας μένει παρά η ωδή που ονομάζει τη Γη. Ομως, ο Wittgenstein θα γράψει επίσης: «Σκέφτομαι πως έχω συνοψίσει τη στάση μου απέναντι στη φιλοσοφία όταν είπα: η φιλοσοφία θα έπρεπε να γράφεται σαν μια ποιητική σύνθεση».

Η γλωσσική στροφή είναι έτσι η ουσιώδης συσχέτιση, φιλοσοφικά θεσμισμένη, ανάμεσα αφενός στην υπολογιστική ταυτότητα των μαθηματικών και της λογικής, που είναι υφαίρεση της σκέψης προς όφελος μιας τυφλής και τεχνικής δύναμης του κανόνα, και αφετέρου στην αρχι-αισθητική προσφυγή στην ειρηνοποιό και διαυγασμένη δύναμη του ποιήματος.

Το πρωτόκολλο μιας ρήξης μ’ αυτή τη φιλοσοφική διάταξη απαιτεί κατά συνέπεια τουλάχιστον δύο χειρονομίες…

Η πρώτη είναι η κριτική επανεξέταση του ποιήματος ως ερείσματος μιας αρχι-αισθητικής σύλληψης του πεπρωμένου της φιλοσοφίας…

Η δεύτερη χειρονομία είναι μια επαναθεωρημένη αποσύνδεση της λογικής και των μαθηματικών, ικανή να αποδώσει στα μαθηματικά την σκεπτόμενη διάστασή τους…

Συνέντευξη του Ούλριχ Μπεκ στην Καθημερινή της Κυριακής, 22-11-2009


Oι κοινωνιολόγοι θέλουν και να κυβερνούν

Ο Ούλριχ Μπεκ, Γερμανός κοινωνιολόγος, μιλάει για την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό και την «Κοινωνία της Διακινδύνευσης»

Συνέντευξη στον Βασιλη Μαγκλαρα

Ο Ούλριχ Μπεκ αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική μορφή της σύγχρονης «παγκοσμιοποιημένης» κοινωνιολογίας, αλλά και του τρόπου και της ταχύτητας που οι ιδέες εμφανίζονται στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, δοκιμάζονται και αφήνουν τη θέση τους σε νέες. Ο Μπεκ κατατάσσεται με σαφήνεια, βάσει των ιδεών του, στο προοδευτικό στρατόπεδο, παρακολουθώντας όμως παράλληλα και ενσωματώνοντας ιδέες και αντιλήψεις από όλα τα θεωρητικά στρατόπεδα. Αλλωστε, η σύγχρονη «Κοινωνία της Διακινδύνευσης» απαιτεί και τη διακινδύνευση των ιδεών στην αντιπαράθεση ή την εκλεπτυσμένη συνεργασία τους με το αντίθετό τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι ιδιαίτερα δυσνόητος στην πολλαπλότητα των μορφών που λαμβάνει και στις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του. Χαρακτηριστικό αυτής της σύγχρονης αντιθετικότητας είναι η ταχεία μετατροπή μιας αξίας στο αντίθετό της. Αυτό λοιπόν που είναι «καλό» για την κοινωνία σήμερα, αλλάζει ταχύτατα μετατρεπόμενο σε απαξία ή διακινδύνευση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κοινωνιολογική θεωρία έχει αποχωρήσει οριστικά, έτσι τουλάχιστον φαίνεται, από τις «μεγάλες θεωρίες», τις μεγάλες κοινωνιολογικές διηγήσεις. Ο Μπεκ, αναγνωρίζοντας αυτά τα σύγχρονα ιδιότυπα κοινωνιολογικά όρια, ακολουθεί αυτό το παγκόσμιο θεωρητικό ρεύμα, αναζητώντας μέσα από τις έννοιες του τη συγκρότηση μιας ενιαίας αντίληψης των κοινωνικών σχέσεων και όχι μιας ενιαίας θεωρίας. Επιστρέφει ωστόσο στους κλασικούς, παραχωρώντας σημαίνουσα θέση στη θεωρία του στο στοιχείο του πολιτισμού, εισάγοντας έτσι έστω και άρρητα την κλασική κοινωνιολογική διάκριση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας.

Ο διαπρεπής κοινωνιολόγος δεν έχασε την ευκαιρία να σχολιάσει «κοινωνιολογικά» τη σύγχρονη τάση των πανεπιστημιακών συναδέλφων του να αλληθωρίζουν διαρκώς προς την εξουσία. Αρκούντως ειρωνικός, υποστήριξε ότι είναι δύσκολο για κάποιον να φτιάχνει σχέδια για την κοινωνία και να μη θέλει να τα εφαρμόσει.

H νέα παγκόσμια αλληλεπίδραση

– Εχετε σπουδάσει πολλά διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Είστε κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, ψυχολόγος, πολιτικός επιστήμονας. Ολες αυτές οι σπουδές σάς έχουν βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου;

– Νομίζω πως ναι. Ομως έχω ξεκινήσει από ένα μη ακαδημαϊκό περιβάλλον. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του Ναυτικού και η μητέρα μου δεν είχε κάποιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Ημουν πολύ πεινασμένος να κατανοήσω όλα αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν στο κόσμο και σ’ αυτήν μου την πορεία έκανα το ένα λάθος μετά το άλλο. Ξεκίνησα από τη φιλοσοφία, αλλά μετά αντιλήφθηκα ότι δεν πρόκειται για πραγματική φιλοσοφία αλλά για ιστορία της φιλοσοφίας, κάτι που δεν με ενδιέφερε στην πραγματικότητα. Ετσι ξεκίνησε και το ταξίδι μου στα διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Αυτό νομίζω φαίνεται και στη δουλειά μου σήμερα. Ομως το πανεπιστήμιο ήταν πολύ μακριά τότε και έπρεπε να το συνηθίσω. Πάντως, δεν επέλεξα την κοινωνιολογία τυχαία.

– Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχουν στεγανά μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών επιστημών ή, προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα, πρέπει να έχουμε μια διεπιστημονική προσέγγιση;

– Νομίζω ότι πρέπει να έχουμε μια διεπιστημονική προσέγγιση και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο θέμα σήμερα. Διότι οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι μένουν προσκολλημένοι στην κοινωνιολογία και οι ανθρωπολόγοι στην ανθρωπολογία κ.τ.λ. Και ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια της κοινωνιολογίας σήμερα είναι ότι ξεκίνησε από τον 19ο αιώνα και είναι επικεντρωμένη στο έθνος – κράτος, στις εθνικές κοινωνίες. Πρέπει να ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο, διότι είναι ένα σημαντικό εμπόδιο για τις κοινωνικές επιστήμες. Αν αυτές θέλουν να κατανοήσουν τα σύγχρονα παγκόσμια φαινόμενα, θα πρέπει να μην περιορίζουν την οπτική τους στο εθνικό επίπεδο, αδυνατώντας έτσι να κατανοήσουν τη νέα παγκόσμια αλληλεπίδραση.

– Πιστεύετε ότι επιστρέφουμε πίσω στις κλασικές αντιλήψεις της θεωρίας του A. Smith, δηλαδή στην ιδέα της πολιτικής οικονομίας, και όχι της πολιτικής και της οικονομίας χωριστά;

– Ναι, πιστεύω πως ο A. Smith είναι ένα καλό παράδειγμα, διότι είχε φανταστικές ιδέες γι’ αυτό το θέμα. Δεν πίστευε ότι η αγορά έχει εθνικό και κοινωνικό υπόβαθρο και θεωρούσε ότι οι δυο διαφορετικές οπτικές των οικονομικών και της κοινωνιολογίας έπρεπε να συνδυαστούν. Και αυτό είναι που χρειαζόμαστε σήμερα περισσότερο στο πεδίο της αγοράς, να θυμηθούμε ξανά ότι η αγορά δεν υφίσταται μόνη της, αλλά υπάρχει ένα υπόβαθρο νόμων και αξιών.

– Ενα ευρύτερο σύστημα δηλαδή;

– Ναι, ένα ευρύτερο σύστημα και θα έλεγα πως σ’ αυτό υπάρχει και μια κανονιστική προτεραιότητα. Οι αγορές δεν μπορούν να δουλέψουν από μόνες τους, αλλά μόνον εφόσον υπάρχουν θεσμοί και ευρύτερες ρυθμίσεις, οι οποίες όλες βέβαια εδράζονται σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνία.

Πρέπει να αναζητήσουμε νέες έννοιες

– Στην ομιλία σας αναφερθήκατε στην κοινωνία της διακινδύνευσης. Δεν αναφερθήκατε όμως πουθενά στις ευκαιρίες για συνεργασία. Αυτό μου μοιάζει λίγο ad hoc, λίγο αφηρημένο.

– Οχι, είναι πολύ συγκεκριμένο. Ολες οι δικλίδες ασφαλείας που διαθέτουμε έχουν αναπτυχθεί τον 19ο αιώνα. Αυτοί οι θεσμοί δεν αποδίδουν πλέον σήμερα, διότι η μοντέρνα κοινωνία παράγει δυνατότητες και κινδύνους, οι οποίοι δεν μπορούν να απαντηθούν από αυτούς τους θεσμούς και πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε και να ελέγξουμε τις συνέπειες των θεσμών που έχουμε εγκαθιδρύσει. Σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα κανένα έθνος δεν έχει από μόνο του την απάντηση. Πρέπει να υπάρξει συνεργασία, διότι μόνο τότε υπάρχει η πιθανότητα να βρεθούν απαντήσεις σ’ όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα ο άνθρωπος. Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι ο σύγχρονος άνθρωπος ανακάλυψε ότι το πλαίσιο του έθνους κράτους δεν επαρκεί για να του λύσει τα προβλήματα, αλλά πρέπει να συνεργαστεί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο για να βρει αυτές τις λύσεις.

– Αλλά στη θεωρία σας δεν αναφέρεστε καθόλου στην πολιτική οικονομία των κινδύνων. Δηλαδή, ποιος φτιάχνει αυτούς τους κινδύνους και ποιος τους πληρώνει;

– Στην πραγματικότητα, στο μεγαλύτερο μέρος των κειμένων μου μιλάω γι’ αυτό. Η διακινδύνευση είναι θέμα εξουσίας - δύναμης. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων και θεσμών που έχουν την εξουσία να αποφασίζουν. Και μετά από την άλλη είναι μια άλλη ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και υφίστανται τις συνέπειες. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών κινδύνων και στη δυνατότητα αυτών των μηχανισμών να εξωτερικοποιούν τις επιπτώσεις των πράξεών τους. Η διακινδύνευση είναι ένας μηχανισμός της εξουσίας.

– Ολο αυτό μου ακούγεται σαν ταξική πάλη;

– Οχι, νομίζω ότι έχει κάποια στοιχεία ταξικής αναλογίας, αλλά πάει πολύ πιο πέρα από την απλή ταξική ανάλυση. Δεν χρησιμοποιώ την έννοια της τάξης, διότι πιστεύω ότι είναι πολύ παλιά, πολύ κρύα για να περιγράψει αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Η τάξη εξακολουθεί να παραμένει μια θεματική περιοχή ανάλυσης, εξακολουθεί να υπάρχει μια δομή εξουσίας. Αλλά στη σημερινή κλίμακα η διαφορά στο πεδίο της εξουσίας είναι ότι τα θύματα των αποφάσεων των ισχυρών δεν έχουν καμία δυνατότητα να οργανώσουν τους εαυτούς τους. Ετσι, η θέση μου είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια πιο ριζοσπαστική κατάσταση κοινωνικής ανισότητας. Οταν λέω λοιπόν ότι δεν μας είναι χρήσιμη η ταξική ανάλυση συχνά παρεξηγούμαι, διότι κάποιοι θεωρούν ότι πιστεύω ότι δεν υπάρχουν τάξεις. Εδώ και πολλά χρόνια λέω ακριβώς το αντίθετο.

– Η Ευρωπαϊκή Ενωση πώς ταιριάζει στην ανάλυσή σας, διότι αναφέρεστε συχνά στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αντιμετωπίζουμε λιγότερους κινδύνους στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινότητας;

– Οχι, δεν νομίζω. Μέχρι σήμερα έχουμε συνδέσει λίγο πολύ τις ιδέες μας με το εθνικό κράτος. Και νομίζω ότι το εθνικό κράτος δεν είναι η απάντηση στα προβλήματα της δεύτερης μοντερνικότητας που ζούμε. Ετσι, πιστεύω πως παρότι δεν έχουμε μια παγκόσμια κυβέρνηση και μια παγκόσμια κοινωνία, έχουμε την Ευρώπη ως ένα πείραμα, μια μορφή μεταξύ του εθνικού κράτους και της παγκόσμιας κοινωνίας. Και νομίζω πως η Ευρώπη είναι μια νέα κοινωνική οντότητα που είναι πολύ παρεξηγημένη. Και αυτό διότι πιστεύουμε πως πρέπει να είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος ή ένα εθνικό κράτος όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Αυτό είναι και το λάθος, καθώς εν τέλει οι άνθρωποι φοβούνται ότι θα χάσουν την ταυτότητά τους σε ένα τέτοιο κράτος. Η Ευρώπη είναι μια πολιτική και κοινωνική οντότητα, που σημαίνει πως πρέπει να κατανοήσουμε ότι είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι που ζούμε με διαφορετικές εθνικές ταυτότητες, σε διαφορετικές περιοχές, αλλά είμαστε ίσοι. Και πιστεύω πως αυτή είναι και η σπουδαία ιδέα με τον σύγχρονο κοσμοπολιτισμό και με την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οτι τελικά τα εθνικά κράτη δεν θα χάσουν από την εθνική τους κυριαρχία, αλλά θα κερδίσουν εθνική κυριαρχία. Δεν υπάρχουν εξωτερικές πολιτικές πλέον. Τα πάντα είναι μια παγκόσμια εσωτερική πολιτική. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα που την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα για τις πολιτικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Οπως στην περίπτωση της Opel. Υπάρχουν τόσες πολλές χώρες και τόσο διαφορετικοί θεσμοί που μετέχουν στη διαπραγμάτευση της πορείας της εταιρείας και κανείς δεν ξέρει τη λύση στο πρόβλημα. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι υπεύθυνος, οι πολιτικοί; Οι εργαζόμενοι; Οι μέτοχοι; Αυτό που ζούμε είναι λοιπόν ένα άλλο είδος κοσμοπολιτισμού.

– Πιστεύετε ότι η λύση στα πολλαπλά προβλήματα της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προέλθει από μια επιστημονική κατανόηση των θεσμών και των κοινωνικών φαινομένων ή μήπως η διαδικασία είναι καθαρά πολιτική;

– Δεν μπορώ να δω πώς οι πολιτικοί ή οι υπουργοί, οι οποίοι δεν είναι εκπαιδευμένοι να σκέφτονται κοινωνιολογικά, με όρους πολιτικής επιστήμης, θα μπορέσουν να κατανοήσουν τη νέα κατάσταση. Αυτή είναι η υποχρέωση της νέας κοινωνιολογίας. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να φτιάξουμε τις νέες έννοιες, εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να σκεφτούν για τους νέους θεσμούς και να δώσουν απαντήσεις για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, όπως οι μηχανικοί διαμορφώνουν νέες μηχανές και νέα εργαλεία στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αλλά δεν είμαστε δικτάτορες, δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια καινούργια μηχανή, έναν καινούργιο θεσμό. Ετσι, υπάρχει πάντα ο χώρος στη δημοκρατία να παρέμβει.

– Αν θα έπρεπε να συνοψίσετε σε μια πρόταση τη συνεισφορά σας στην κοινωνιολογία, ποια θα ήταν αυτή;

– Αυτό είναι πολύ δύσκολο. Μάλλον θα πρέπει να το κάνετε εσείς αυτό. Πάντως, η αφήγησή μου, η αποστολή μου είναι να δω πώς μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την κοινωνία, την πολιτική και την κοινωνιολογία σ’ αυτή τη νέα παγκόσμια εποχή. Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν είναι αρνητική, είναι πολύ θετική αρκεί να μην κολλήσουμε σε παλιές καταστάσεις. Πρέπει να ανοιχτούμε στη νέα πραγματικότητα και να αναζητήσουμε νέες έννοιες και νέους θεσμούς που θα μπορούν να δώσουν απαντήσεις σ’ αυτές τις νέες προκλήσεις. Σήμερα βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο όπως στην αρχή της μοντέρνας εποχής στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη νέα μοντέρνα εποχή. Αυτό είναι και το μεγάλο διακύβευμα για την πολιτική και τις κοινωνικές επιστήμες.

Κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, ψυχολόγος και πολιτικός

Ο καθηγητής Ούλριχ Μπεκ έχει σπουδάσει κοινωνιολογία, φιλοσοφία, ψυχολογία και πολιτικές επιστήμες και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στη Γερμανία. Καθηγητής κοινωνιολογίας από το 1979, είναι συγγραφέας περισσοτέρων από εκατόν εβδομήντα επιστημονικών άρθρων και βιβλίων, τα κυριότερα από τα οποία (Ελευθερία ή Καπιταλισμός, 2005, εκδ. Καστανιώτη, Τι είναι Παγκοσμιοποίηση, 1999, εκδ. Καστανιώτη, Η Επινόηση του Πολιτικού, 1996, Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη) έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Ο Μπεκ έγινε γνωστός για την κοινωνιολογική του θεωρία για τον «κοσμοπολιτισμό» και την «κοινωνία της διακινδύνευσης».

Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις 5-7 Νοεμβρίου, παρευρέθη ως τιμώμενο πρόσωπο ο Μπεκ. Στην εναρκτήρια ομιλία του Συνεδρίου με τίτλο «Ο Κοσμοπολιτισμός ως Φαντασιακές Κοινότητες της Παγκόσμιας Διακινδύνευσης», ο Μπεκ αναφέρθηκε στην πρόσφατη δουλειά του, η οποία αφορά κυρίως τα εμπόδια που τίθενται στον παγκόσμιο διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ των πολιτισμών από τα πολλαπλά εθνικά συμφέροντα.

Από συνέντευξη του Αλμπέρ Καμύ

Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ρώτησαν τον Αλμπέρ Καμύ:

“Κύριε Καμύ, ανήκετε στην Αριστερά”; “Ναι, παρά τη θέλησή της και τη δική μου”».

Συνέντευξη του Ζακ Ρανσιέρ στην Καθημερινή της Κυριακής, 11-12-2009

Η σκανδαλώδης πλευρά της Δημοκρατίας

Ο φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ, εκ των κορυφαίων στοχαστών της εποχής μας, μιλάει για την πολιτική, την εξουσία, τη βία

Συνέντευξη στη Βανεσσα Θεοδωροπουλου

Φιλόσοφος, μαθητής του Λουί Αλτουσέρ και επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris VIII (Saint-Denis), ο Ζακ Ρανσιέρ (γ. 1940) είναι, μαζί με τους Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, Ντανιέλ Μπενσάιντ, Ζαν - Λυκ Νανσύ, Αλαίν Μπαντιού και Σλάβοϊ Ζίζεκ, από τους πιο ενδιαφέροντες εκπροσώπους της ριζοσπαστικής μετα-μαρξιστικής σκέψης. Στις αναλύσεις του θέτει ζητήματα όπως η έννοια του πολιτικού σήμερα, η Δημοκρατία (βλ. «Το Μίσος της Δημοκρατίας», 2005), ή η κυρίαρχη ιδεολογία της συναίνεσης, πάντα με στόχο την ανατροπή στερεότυπων αντιλήψεων και αναπαραστάσεων των κοινωνικών ομάδων. Το αίτημα της χειραφέτησης, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αντιλήψεων περί παιδαγωγικής (βλ. «Ο αδαής δάσκαλος», 1987, ελλην. εκδ. Νήσος), καθώς και η ιστορία των επαναστάσεων και των ουτοπιών βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο των ερευνών του.

Αμφισβητίας

Με τη δημοσίευση του βιβλίου του «Το μέρισμα του αισθητού», το 2000, ο Ζακ Ρανσιέρ, κάνει την είσοδο του και στον χώρο της θεωρίας και της κριτικής τέχνης, θέτοντας για μία ακόμη φορά υπό αμφισβήτηση καθιερωμένες θεωρήσεις της σχέσης αισθητικής και πολιτικής, έννοιες όπως μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός, και ο ρόλος της πρωτοπορίας. Μετά τον «Χειραφετημένο Θεατή» (2008), το τελευταίο βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου που μόλις κυκλοφόρησε ο εκδοτικός οίκος La Fabrique, με τίτλο «Πολιτικές Στιγμές», αποτελεί μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανθολογία κειμένων και συνεντεύξεων (1977 - 2009). Με αφορμή αυτό, τον συναντήσαμε πριν από μερικές ημέρες στο σπίτι του στο Παρίσι.

– Θα ήθελα ξεκινώντας να σχολιάσετε τον τίτλο του τελευταίου σας βιβλίου, «Πολιτικές στιγμές». Η ιδέα της «πολιτικής στιγμής» φαίνεται να υπονοεί ότι αντιλαμβάνεστε την πολιτική πρώτα απ’ όλα σαν ένα συμβάν. Ισχύει κάτι τέτοιο;

– Αυτός ο τίτλος έχει κατ’ αρχήν να κάνει με το ότι πρόκειται για μια συλλογή κειμένων γύρω από συγκεκριμένα κοινωνικά κινήματα και ιστορικά γεγονότα όπως η 11η Σεπτεμβρίου, η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στα σχολεία ή ο Μάης του ’68, και όχι για σκέψεις γύρω από την έννοια του πολιτικού. Από την άλλη, ήθελα πράγματι να επιμείνω στην ιδέα ότι η πολιτική είναι υπόθεση στιγμών. Το οποίο δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται παρά φευγαλέα, αλλά σημαίνει ότι αντιτίθεμαι στην ταύτιση της πολιτικής με την απλή ρουτίνα των μορφών εξουσίας, όπως και στην ιδέα ότι η πολιτική δεν είναι παρά μια υπερδομή την οποία παράγουν η οικονομική και κοινωνική ζωή. Εάν υπάρχει πολιτική, είναι σε συνάρτηση με κάποιες σημαντικές στιγμές που επιτρέπουν την ανάδυση μορφών λόγου που διαφορετικά μένουν στη σιωπή, τη διάνοιξη ενός νέου «τοπίου» στον κόσμο. Με ενδιαφέρει, εξ ου και η έρευνά μου πάνω στις επαναστάσεις του παρελθόντος, το πώς μια στιγμή είναι ικανή να δημιουργήσει μια ρήξη στον χρόνο και να γεννήσει μια νέα χρονικότητα. Πολιτική, λοιπόν, δεν είναι ούτε η καθημερινή ρουτίνα της διαχείρισης των κοινών ούτε η πρόοδος αργών εξελίξεων, αλλά το επιταχυνόμενο άνοιγμα μιας «νέας σκηνής» της κοινής ζωής χάρη σε κάτι το απρόβλεπτο, η εμφάνιση δραστών που δεν γνωρίζαμε, ερωτημάτων που δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη.

– Πώς η πολιτική, έτσι που την αντιλαμβάνεστε, διαπραγματεύεται το ζήτημα της διαχείρισης της εξουσίας;

– Νομίζω ότι δεν πρέπει να ταυτίζουμε την πολιτική με την άσκηση της εξουσίας, για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές εξουσίας. Η πολιτική προϋποθέτει ένα είδος εξουσίας που δεν είναι αυτή την οποία μπορούν να ασκήσουν, για παράδειγμα, ένας φύλαρχος, ένας ιερέας ή ένας σοφός, αλλά ένα συγκεκριμένο είδος εξουσίας που έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο είδος κοινότητας. Υπάρχει πολιτική αφ’ ης στιγμής δηλώνεται θετικά μια συλλογική εξουσία που δεν είναι η εξουσία κανενός, θεσμοί και αρχές προερχόμενες με τρόπο φυσικό από την κοινωνία. Αυτή την ιδέα θέλησα να συστηματοποιήσω, υποστηρίζοντας ότι η Δημοκρατία είναι βέβαια η άσκηση της λαϊκής εξουσίας, αλλά ότι η λαϊκή εξουσία δεν είναι η εξουσία του πληθυσμού, της πλειοψηφίας ή των φτωχών, αλλά η εξουσία εκείνων που δεν ανήκουν σε καμία ομάδα με συγκεκριμένες ικανότητες και αρμοδιότητες. Πρόκειται για την ενσάρκωση μιας επιπλέον εξουσίας, της εξουσίας των αναρμοδίων. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η εξουσία ασκείται πάντοτε σε ρήξη με τις κανονικές μορφές άσκησης της κυριαρχίας.

Η δράση και οι μορφές βίας

– Ενα ερώτημα που επανήλθε συχνά στη δημόσια συζήτηση για τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη στην Αθήνα, είχε ακριβώς να κάνει με το κατά πόσο επρόκειτο για μια κοινωνική εξέγερση ή απλά για μια συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση μαθητών χωρίς πολιτικό χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι τέτοιου είδους γεγονότα έχουν πολιτικό χαρακτήρα;

– Δεν έχω αρκετά στοιχεία ώστε να εκφράσω μια προσωπική κρίση για όσα συνέβησαν στην Ελλάδα. Για να ξέρω, λ. χ., εάν αυτά τα γεγονότα ταυτίζονται με τις ταραχές στα γαλλικά προάστια πριν από τέσσερα χρόνια, ή περισσότερο με ένα μαζικό κίνημα τύπου Μάη του ’68. Θα έλεγα ότι υπάρχει ούτως ή άλλως πολιτική, από τη στιγμή που δημιουργείται μια «σκηνή» ανοικτή σε όποιον επιθυμεί να συμμετέχει, αλλά συγχρόνως ότι δεν πρόκειται για μια απλή αντίδραση σε μια συνθήκη καταπίεσης και καταστολής που γεννάει βία. Θα έλεγα ότι τέτοιες καταστάσεις βίαιης αντίδρασης μπορούν να εξελιχθούν και να εξαντληθούν ως μια μορφή πολέμου. Οπου δηλαδή έχετε απέναντι σας τον εχθρό και στοχεύετε προς αυτόν ως τέτοιο. Κάτι τέτοιο συνέβη στα γαλλικά προάστια. Αυτό δεν σημαίνει ότι για να υπάρξει πολιτική δράση πρέπει να υπάρχει ένα πρόγραμμα κομματικού τύπου, συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Πάρτε για παράδειγμα το Μάη του ’68. Ο κόσμος δεν είχε να προτείνει συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά μια δυναμική της δράσης, η οποία επέτρεψε πράγματι τη δημιουργία μιας «ανοικτής σκηνής». Το άνοιγμα της Σορβόννης σε όλους άλλαξε εντελώς τα πράγματα, διότι επέτρεψε κάτι που έμοιαζε με ένα κέντρο συλλογικής ζωής, τη δήλωση μιας συλλογικότητας που διασχίζει τα κοινωνικά μορφώματα, έναν χώρο όπου δεν χωρούσαν αποκλειστικότητες.

– Το ζήτημα είναι εάν οι «πολιτικές στιγμές», αυτή η «ανοικτή σκηνή» που περιγράφετε, μπορεί να έχει κάποια διάρκεια, με ποιον τρόπο μεταμορφώνει τελικά την κοινωνική πραγματικότητα.

– Πράγματι, ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο, το είδαμε τη δεκαετία του ’60 στη Γαλλία αλλά και στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, την Τσεχοσλοβακία, παντού όπου γεννήθηκαν κινήματα. Ζούμε σε συστήματα που αυτορρυθμίζονται και αυτοαναπαράγονται, κατά συνέπεια το ζήτημα της παράτασης του γεγονότος είναι όλο το πρόβλημα της πολιτικής. Αυτό είναι που δίνει νόημα στην πολιτική.

– Μια υπόθεση που τελικά δεν αφορά ούτε το κράτος ούτε τις αρχές;

– Είναι λίγο πιο περίπλοκο απ’ αυτό, διότι οι κοινωνίες μας είναι θεμελιωμένες πάνω σε μια εξουσία που έχει αναγνωρίσει ο λαός, και η οποία αναπτύσσει μια σειρά από θεσμούς και μια σειρά από μορφές συλλογικής συνύπαρξης, που αποτελούν μεταφράσεις αυτής της εξουσίας των όλων. Συγχρόνως πρόκειται για μεταφράσεις, οι οποίες συνεχώς διαστρεβλώνονται. Αν τις λέξεις μπορούμε να τις κάνουμε να λένε ό, τι θέλουμε, τις μορφές εξουσίας μπορούμε να τις υπερβούμε. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που παίζεται στις κοινωνίες μας, ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ερμηνείες της εξουσίας του λαού. Από τη μια πλευρά, η ολιγαρχικο-κυβερνητική ερμηνεία, που τείνει συνεχώς στον περιορισμό και την κατάσχεση αυτής της εξουσίας, και από την άλλη εκείνη των κινημάτων, που συνεχώς προσπαθούν να διευρύνουν αυτή την εξουσία.

– Πού θα τοποθετούσατε το όριο ανάμεσα σε μια βίαιη κοινωνική εξέγερση και την τυφλή ή και τρομοκρατική βία;

– Πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να αντιπαραθέτουμε από τη μια πλευρά ένα κοινό που υπάγεται και αρκείται στους περιορισμούς της κρατικής εξουσίας, και από την άλλη μια ριζοσπαστικότητα που ταυτίζεται με την παρανομία. Πιστεύω ότι πρέπει να επιτρέψουμε σε μια εναλλακτική εξωκυβερνητική δημόσια σκηνή να υπάρξει, και δεν νομίζω ότι μπορούμε να περιμένουμε πολλά από τις παράνομες ομάδες, όσον αφορά στη δημιουργία νέων χώρων ελευθερίας. Εχουμε μια σχετική εμπειρία της κατάληξης που μπορούν να έχουν τέτοιες ομάδες. Μπορούν εύκολα να μεταμορφωθούν σε παρακρατικές, παραστρατιωτικές οργανώσεις.

Πρέπει να διαχωρίσουμε το ζήτημα της βίας, της συμβολικής κυρίως βίας που εμπεριέχει η δημοκρατική δράση, και η οποία αποτελεί κατά βάθος μια δήλωση όλων εκείνων που κανείς δεν τους υπολογίζει, από την τρομοκρατική βία τέτοιων οργανώσεων. Πριν από 30 ή 40 χρόνια, μια βίαιη απεργία εργατών με καθαίρεση των αφεντικών κ. λπ. δεν υπήρχε περίπτωση να χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική ενέργεια, όπως έγινε πρόσφατα με την υπόθεση Ταρνάκ (σ. σ.: σαμποτάζ μιας σιδηροδρομικής γραμμής που οδήγησε στο φυλακισμό νεαρών υπόπτων από το χώρο της ριζοσπαστικής σκέψης, χωρίς στοιχεία). Πρέπει οπωσδήποτε να αντιτεθούμε σε τέτοιου είδους ταυτίσεις. Κατά τη γνώμη μου, μια δράση έχει νόημα στο βαθμό που γίνεται δημόσια και απροκάλυπτα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι το ξεσκέπαστο πρόσωπο αποκλείει κάθε μορφή βίας ή ότι κάθε σύγκρουση με το καθεστώς της συναίνεσης και του νόμου, πρέπει να συνδέεται με το μοντέλο παρανομίας που διεκδικούν ορισμένες ομάδες, ή με την τρομοκρατία έτσι όπως την ορίζουν οι κρατικοί μηχανισμοί.

– Σε ένα από τα κείμενά σας αναφέρεστε στη δημοκρατία ως «απαραίτητο σκάνδαλο». Τι εννοείτε;

– Θέλησα να υπενθυμίσω ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η δημοκρατία μοιάζει με κάτι το απολύτως αποδεκτό κι ότι ταυτίζουμε συχνά τη δημοκρατία με μια μορφή διακυβέρνησης των πλούσιων κρατών. Αναφερόμαστε στις δημοκρατίες (στον πληθυντικό) και εννοούμε τα πλούσια κράτη. Εκείνο που ήθελα να επισημάνω είναι ότι δεν είναι τόσο αυτονόητο, και ότι γι’ αυτούς που επινόησαν τη δημοκρατία στην Αρχαία Ελλάδα, δεν επρόκειτο για μια μορφή άσκησης της πολιτικής μεταξύ άλλων, αλλά για την εξουσία αυτών που δεν είναι τίποτα, που δεν έχουν καμία δικαιοδοσία στην άσκηση της εξουσίας. Για τον Πλάτωνα η δημοκρατία είναι λίγο ο νόμος των αποβρασμάτων, η ικανοποίηση αυτών που θέλουν απλά να κάνουν ό, τι τους έρθει. Είναι σαν αυτό που έλεγε ο Σαρκοζί για τους ανθρώπους των προαστίων: «Δεν θα αφήσουμε τα αποβράσματα να μας επιβληθούν!» Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ακόμα και το λαϊκό κοινοβούλιο, η Αγορά, δεν ήταν παρά η εξουσία των αποβρασμάτων. Ηθελα λοιπόν να υπενθυμίσω λίγο αυτή τη σκανδαλώδη πλευρά της δημοκρατίας, την οποία θα έπρεπε να επαναφέρουμε στη σκηνή. Eίναι χαρακτηριστικό ότι λέμε μεν ότι ζούμε σε κοινωνίες δημοκρατικές, συγχρόνως βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από κριτικές, από τη μια από ανθρώπους των κύκλων εξουσίας που στηλιτεύουν τις «υπερβολές» του πολιτεύματος (ανοχή κ. λπ.) και από την άλλη, διάφορους διανοούμενους από το χώρο τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς, που θεωρούν ότι η δημοκρατία δεν είναι παρά η καταστροφή του πολιτισμού και της κουλτούρας, η απώλεια κάθε συμβολικής τάξης ή ακόμα ένας σκέτος καταναλωτισμός, η νομιμοποίηση του μαζικού ατομισμού.

Η σχέση με την Τέχνη

– Εχετε ασχοληθεί με τη σχέση πολιτικής και τέχνης. Ποια νομίζετε ότι θα έπρεπε να είναι η στάση ενός πολίτη ο οποίος επιθυμεί να συμμετέχει σε όσα συμβαίνουν γύρω του.

– Νομίζω ότι θα πρέπει να βγούμε απ’ αυτή τη αντιπαράθεση δράστη–θεατή. Αυτό που προσπάθησα να πω στον Χειραφετημένο Θεατή είναι ότι αυτός ο μανιχαϊστικός τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς τον θεατή, ως κάποιον εκ θέσεως παθητικό, δεν είναι παρά ένας ακόμη (αστυνομικός) τρόπος να κόβουμε τον κόσμο στα δύο. Δεν πιστεύω ιδιαίτερα στον καλλιτέχνη που κάνει, ας πούμε, στρατευμένα έργα, έργα που φέρουν ρητά τα συνθήματα του κινήματος, τα οποία βοηθούν τους καταπιεσμένους. Πιστεύω πολύ στην επινοητικότητα των ανθρώπων που ως καλλιτέχνες ή ως εργαζόμενοι στο Διαδίκτυο καταφέρνουν να διευρύνουν με κάποιον τρόπο τον ελεύθερο χώρο μας. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η σχέση ενός κειμένου ή ενός έργου με ένα κίνημα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο όλες αυτές οι μορφές καταφέρνουν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα.

– Με άλλα λόγια, αυτό που λέμε «πολιτική τέχνη» δεν υπάρχει;

– Δεν υφίσταται μια συγκεκριμένη έννοια πολιτικής τέχνης. Υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν πολιτική, που συμμετέχουν με τρόπο ενεργό στα πολιτικά κινήματα, χωρίς όμως αυτό να είναι σε καμία περίπτωση εμφανές στο έργο τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τέχνη και πολιτική είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι η τέχνη και η πολιτική επικοινωνούν ως ανατροπές ενός προκαθορισμένου τρόπου αντίληψης του κόσμου.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Μια τραυματισμένη μνήμη

Ημερομηνία δημοσίευσης: 25/10/2009 Κυριακάτικη Αυγή

Των ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΑΤΣΩΤΗ, ΕΛΛΗΣ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ*

Υπό μία έννοια, κανένα ιστορικό γεγονός, πόσο μάλλον ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, δεν παγιώνεται σε μια κοινή και δεσμευτική ερμηνευτική εκδοχή, για όσο χρόνο εξακολουθεί η μνήμη του να είναι ζωντανή και να φλεγμαίνει, αλλά και οι ιστοριογραφικές του προσεγγίσεις να είναι πληθυντικές, επιχειρώντας να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις σε διαρκώς ανανεούμενα και πολλαπλασιαζόμενα ερωτήματα.
Η σύγχρονη Ευρώπη θεμελίωσε την ιστορική της αυτοσυνειδησία, αλλά και τις ιστορικές προσδοκίες της -που, ως γνωστόν, παραπέμπουν σε μια ενιαία πολιτική, οικονομική και πολιτισμική οντότητα- στην ίδια την επίγνωση της καταστροφής, στους δύο Παγκοσμίους πολέμους. Και συγκεκριμένα επάνω σε ιστορικά γεγονότα αρνητικά, τραυματικά και επίμαχα, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα λησμονήσεις ή να τα αναπαραστήσεις στις αφάνταστες διαστάσεις της φρίκης τους.
Εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν κοινωνίες που, παρά τις όποιες σπασμωδικές ενέργειες αυτοκάθαρσης και από-ενοχοποίησης, αδυνατούν ή επιλέγουν να μην αναμετρηθούν με το επίμαχο παρελθόν τους. Διστάζουν να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους και να διερευνήσουν, όπως παραδείγματος χάρη θα όφειλε επιτακτικά να κάνει η Ελβετία, την προνομιακή σχέση του τραπεζικού τους συστήματος με το ναζιστικό καθεστώς, καίρια πτυχή της οποίας ήταν ο ρόλος τους στην ιδιοποίηση των περιουσιών των Εβραίων που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας και θανάτου. Στις κοινωνίες αυτές, μια πλασματικά θετική και αυτο-δικαιωτική συλλογική αυτο-εικόνα, που κρύβει τεχνηέντως το απόστημα της καταπιεσμένης ένοχης μνήμης, συνοδεύεται συχνά -στο όνομα μάλιστα της ελευθερίας του λόγου- από την απαίτηση της κατάργησης της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, η οποία ποινικοποιεί την προπαγάνδιση της μισαλλοδοξίας, του αντισημιτισμού και του ιστορικού αναθεωρητισμού.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στα ελληνικά σχολικά βιβλία ιστορίας
Τα εγχειρίδια που θα μας απασχολήσουν είναι αυτά της ΣΤ' Δημοτικού (Ακτύπης και άλλοι, 2007), της Γ' Γυμνασίου (Λούβη - Ξιφαράς, 2007) και της Γ' Λυκείου Γενικής Παιδείας (Κολιόπουλος και άλλοι, 2007), επειδή σε αυτές τις τάξεις προβλέπεται από το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (Curriculum) η διαπραγμάτευση της ιστορίας του 19ου και του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σποραδικές αναφορές στην ίδια περίοδο γίνονται και σε άλλα σχολικά βιβλία, όπως στα Θέματα Ιστορίας (μάθημα επιλογής στη Β' Λυκείου) και στις Ρίζες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (μάθημα επιλογής στην Α' Λυκείου). Αλλά η εστίαση των δύο αυτών βιβλίων είναι διαφορετική, οπότε οι σχετικές αναφορές δεν μπορεί να έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα.
Το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού των Ακτύπη και άλλων έχει μακρά ιστορία: Ως σχολικό εγχειρίδιο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1989 από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, αναθεωρήθηκε το 1992 και το 1997, αντικαταστάθηκε το 2006 από το γνωστό και επιλεγμένο κατόπιν διαγωνισμού του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου βιβλίο των Μαρίας Ρεπούση και άλλων (Ιστορία Στ' Δημοτικού. Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια) και επανήλθε εκ νέου αναθεωρημένο, το 2007, μετά την απόσυρση του προκατόχου και αντικαταστάτη του! Η συγγραφή του νέου βιβλίου, που θα αντικαταστήσει πάλι εκείνο των Ακτύπη κ.ά., είχε ανατεθεί από τους υπουργούς παιδείας της προηγούμενης κυβέρνησης -χωρίς διαγωνισμό αυτή την φορά!- σε συγγραφική ομάδα υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Ι. Κολιόπουλου.
Το βιβλίο της Γ' Γυμνασίου, το επαρκέστερο από όσα διδάσκονται σήμερα στην ελληνική εκπαίδευση, επελέγη μετά από ανοικτό διαγωνισμό για να αντικαταστήσει το μακρόβιο (1992-2006) προηγούμενο του καθηγητή Β. Σφυρόερα.
Τέλος, το βιβλίο της Γ' Λυκείου -προϊόν ανάθεσης, μετά την εσπευσμένη απόσυρση, το 2002, του βιβλίου των Γιώργου Κόκκινου κ.ά. (Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου -Γ' Ενιαίου Λυκείου γενικής παιδείας), το οποίο είχε επίσης επιλεγεί μετά από ανοικτό διαγωνισμό- εκδόθηκε πρώτη φορά το 2007, αντικαθιστώντας το εξαιρετικά μακρόβιο (1981-2006) εγχειρίδιο των Σκουλάτου - Δημακόπουλου - Κόνδη.
Συγκλίσεις και αποκλίσεις των αναπαραστάσεων του Β' Παγκοσμίου πολέμου στα χρησιμοποιούμενα σχολικά βιβλία
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος καλύπτεται συνοπτικότερα στο βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού, εκτενέστερα σε εκείνο της Γ' Γυμνασίου και ευρύτερα ακόμη στο βιβλίο της Γ' Λυκείου. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από τον απόλυτο αριθμό των σελίδων και των διδακτικών ενοτήτων, που αυξάνονται σταδιακά από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη, αλλά και από το ποσοστό στο σύνολο των σελίδων του κάθε βιβλίου.
Η παραπάνω κλιμάκωση τηρεί ουσιαστικά τις προδιαγραφές του Αναλυτικού Προγράμματος (2003), που προβλέπουν για το Δημοτικό περισσότερη έμφαση στην ελληνοκεντρική ιστορία, για το Γυμνάσιο διατήρηση της ίδιας προτεραιότητας αλλά εμβάθυνση και σχετική πύκνωση των αναφορών στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, ενώ στο Λύκειο την ισόρροπη ένταξη της ελληνικής ιστορίας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο.
Οι «πηγές» - παραθέματα
Η ιστορική προσέγγιση του θέματος δεν γίνεται, όπως είναι ευνόητο, μόνο δια μέσου της ιστορικής αφήγησης, αλλά και μέσα από την παράθεση συνοδευτικού, γραπτού και εικονιστικού υλικού, δηλαδή «πηγών». Και εδώ ο πλούτος του συνοδευτικού υλικού αυξάνεται από τη μία βαθμίδα στην άλλη, ενώ το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού υστερεί ως προς την αξιοποίηση πηγών σύγχρονων με τα γεγονότα, τις οποίες, αντίθετα, προτιμούν κατά πλειονότητα οι συγγραφείς των δύο άλλων βιβλίων.
Από την άποψη της διδακτικής αξιοποίησης ποικίλων «πηγών», το βιβλίο της Γ' Γυμνασίου υπερέχει συγκριτικά, διότι παραπέμπει και σε λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα που αναφέρονται στην εξεταζόμενη περίοδο, εμπλουτίζοντας την ιστορική παιδεία των μαθητών και μαθητριών. Προτείνεται, λοιπόν, στους μαθητές-αναγνώστες του να παρακολουθήσουν κινηματογραφικές ταινίες, όπως Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου, Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά;, Η διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, Η πτώση, Η ζωή είναι ωραία κ.ά., αλλά και να διαβάσουν λογοτεχνικά κείμενα, όπως το Οδοιπορικό του '43 (Μπεράτης), Νύχτες και αυγές (Αλεξανδρόπουλος), Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Ζέη), Εάν αυτό είναι άνθρωπος (Πρίμο Λέβι) κ.ά.
Πτυχές των αναπαραστάσεων του Β' Παγκόσμιου πόλεμου στα ελληνικά σχολικά βιβλία ιστορίας
Οι βασικές κατευθύνσεις στις οποίες στρέφεται η ανάλυση των συγγραφέων των τριών βιβλίων, αλλά και το συνοδευτικό-υποστηρικτικό υλικό, συγκλίνουν στα εξής σημεία:
Η πορεία προς τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως τα αίτια και τα «προμηνύματά» του: συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929, η άνοδος του Φασισμού και του Ναζισμού, οι προκλήσεις του Άξονα, ο κλονισμός της Κοινωνίας των Εθνών, η «πολιτική κατευνασμού», η συμφωνία του Μονάχου (1938).
Η περίοδος 1939-1945:
Πολιτική και διπλωματία: αναφορές σε συμφωνίες, συμμαχίες, συνθήκες.
Στρατιωτικές εξελίξεις: αναφορές σε μέτωπα, επιχειρήσεις.
Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος του πολέμου: αναφορές σε απώλειες και καταστροφές.
Το Ολοκαύτωμα: αναφορές στην εγκληματική-γενοκτονική διάσταση του πολέμου.
Η ελληνική συμμετοχή: αναφορές στον ελληνοϊταλικό και ελληνογερμανικό πόλεμο, στην Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση.
Η μετάβαση στον μεταπολεμικό κόσμο: αναφορές στην ανάδυση του Ψυχρού Πολέμου, στον Ελληνικό Εμφύλιο, στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. (Σε μερικές περιπτώσεις τα θέματα αυτά εντάσσονται στις διδακτικές ενότητες που αφορούν τη μεταπολεμική/ ψυχροπολεμική περίοδο).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όμως, οι αποκλίσεις μεταξύ των εξεταζόμενων βιβλίων. Αναφορικά με τα αίτια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου στο βασικό αφηγηματικό κείμενο του βιβλίου της Γ' Γυμνασίου γίνεται ρητή αναφορά «στον φόβο των Δυτικών Δυνάμεων απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, που τις έκανε να αντιμετωπίζουν για πολύ καιρό με αδράνεια, αν όχι με ικανοποίηση, την επιθετικότητα της ναζιστικής Γερμανίας, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν ως ανάχωμα που θα εμπόδιζε την εξάπλωση της σοβιετικής επιρροής στην Ευρώπη» (σ. 125). Παρόμοια αναφορά δεν γίνεται στο βιβλίο της Γ' Λυκείου, παρά την εκτενέστερη διαπραγμάτευση που ακολουθεί, αλλά ούτε και σε αυτό της ΣΤ' Δημοτικού, το οποίο όμως είναι ούτως ή άλλως πολύ συνοπτικότερα γραμμένο.
Η αποσιώπηση της αντιπαλότητας μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Δυτικοευρωπαϊκών Δυνάμεων κατά την περίοδο που προηγήθηκε του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, αντιπαλότητα την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Χίτλερ, δυσχεραίνει την κατανόηση των συνθηκών που υπονόμευσαν την «πολιτική κατευνασμού» και οδήγησαν στη σύναψη του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ το 1939. Δυσχεραίνει, δηλαδή, την κατανόηση του φόβου των Σοβιετικών μήπως η χώρα τους μείνει τελικά μόνη στην αντιμετώπιση των Ναζί, όπως το εύχονταν πολλοί συντηρητικοί της Δύσης, προσβλέποντας στην αμοιβαία εξόντωση ή τουλάχιστον αποδυνάμωση των αντιπάλων τους, της ΕΣΣΔ και της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.
Αναφορικά με την αφήγηση των πολεμικών επιχειρήσεων του Β' Παγκόσμιου πόλεμου, το βιβλίο της Γ' Γυμνασίου αφιερώνει μία διδακτική ενότητα (την 46η: 4 σελίδες σε σύνολο 14 του σχετικού κεφαλαίου, ποσοστό 12,95%), ενώ το βιβλίο της Γ' Λυκείου δύο διδακτικές ενότητες (Ε2 και Ε4: 7 και 2/3 σελίδες σε σύνολο 29 του σχετικού κεφαλαίου, ποσοστό 26,41%).
Η διαφορά στο ποσοστό υποδηλώνει ότι οι συγγραφείς του 2ου βιβλίου κλίνουν εκ των πραγμάτων προς το αφηγηματικό πρότυπο της «ιστορίας-μάχης» (“histoire-bataille”), δηλαδή μιας παραδοσιακής ακαδημαϊκής ιστορικής αφήγησης που δίνει περισσότερη έμφαση στα πολεμικά γεγονότα. Αξίζει να επισημάνουμε ότι οι εν λόγω σελίδες του βιβλίου της Γ' Λυκείου (σσ. 115-118, 126-128) είναι κατάφορτες από στρατιωτικούς όρους. Παρόλο που πολλοί όροι εξηγούνται, εντούτοις, το πλήθος τους λειτουργεί μάλλον επιβαρυντικά στη μαθησιακή διαδικασία.
Σχετικά με το Ολοκαύτωμα, στο βιβλίο της Γ' Γυμνασίου γίνονται αρκετές αναφορές τόσο στο βασικό αφηγηματικό κείμενο όσο και σε παραθέματα-πηγές• ωστόσο, δεν αφιερώνεται ειδική διδακτική ενότητα, όπως συμβαίνει παραδείγματος χάρη στο βιβλίο της Γ' Λυκείου (σσ. 129-132).
Αναφορικά με τις γενικότερες καταστροφικές συνέπειες του Β' Παγκόσμιου πόλεμου, παρόλο που το βιβλίο της Γ' Γυμνασίου είναι πιο συνοπτικό, ωστόσο αφιερώνει μία ολόκληρη διδακτική ενότητα και συμπεριλαμβάνει στην κατηγορία «επιπτώσεις» τις ανθρώπινες απώλειες, τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, τις υλικές καταστροφές, την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, την ηθική καταρράκωση, την εξασθένηση του διεθνούς ρόλου της Ευρώπης και την ίδρυση του ΟΗΕ. Από την άλλη πλευρά, στο βιβλίο της Γ' Λυκείου δεν αφιερώνεται ειδική ενότητα, αλλά, σε αυτή που γίνεται λόγος για το Ολοκαύτωμα προστίθενται ως γενικότερες συνέπειες οι αναφορές στις ανθρώπινες απώλειες και στις υλικές καταστροφές, ενώ στο επόμενο κεφάλαιο («Ο μεταπολεμικός κόσμος», σ. 139 κ.ε.) γίνεται λόγος για τον ΟΗΕ.
Αναφορικά με την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο και, ιδιαίτερα, αναφορικά με την παρουσίαση της Εθνικής Αντίστασης σημειώνονται οι πιο ενδιαφέρουσες αποκλίσεις. Καταρχήν, ποσοτικές: Ενώ το συνοπτικότερο βιβλίο της Γ' Γυμνασίου αφιερώνει περίπου μία σελίδα συνεχούς αφηγηματικού κειμένου (ποσοστό 7,14% επί του συνόλου των σελίδων του κεφαλαίου για τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο), το εκτενέστερο βιβλίο της Γ' Λυκείου αφιερώνει λιγότερο από μισή (αντίστοιχο ποσοστό 1,72%) - χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνοδευτικές πηγές-παραθέματα.
Ακόμα και στο πολύ συνοπτικότερο βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού, στο πλαίσιο του βασικού αφηγηματικού κειμένου η αναφορά στην Εθνική Αντίσταση καταλαμβάνει σχεδόν μισή σελίδα (αντίστοιχο ποσοστό 2,78%). Η ποσοτική διαφοροποίηση αποκαλύπτει, γενικότερα μεν, την εξ ορισμού επιλεκτική και ιδεολογική διάσταση της ιστορικής αφήγησης, ειδικότερα δε, τον διαφορετικό βαθμό εστίασης των συγγραφέων των σχολικών βιβλίων και, κατά συνέπεια, την σχετική σημασία που αποδίδεται κάθε φορά στο ίδιο ιστορικό φαινόμενο.
Στο βιβλίο της Γ' Λυκείου, ενώ για τον ένοπλο ελληνικό αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων αφιερώνεται αφηγηματικό κείμενο μισής σελίδας, όπου γίνεται λόγος για τις μάχες στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι, για τις επιδρομές του Ιερού Λόχου στο Αιγαίο και την δράση των αντιτορπιλικών Βασίλισσα Όλγα και Αδρίας, από την άλλη πλευρά, αναφορικά με την Αντίσταση στον ελλαδικό χώρο, δεν μνημονεύονται συγκεκριμένες ενέργειες των αντιστασιακών οργανώσεων.
Λείπει έστω και μία πρόταση όπως «Περιοχές ολόκληρες απελευθερώθηκαν και στην “Ελεύθερη Ελλάδα” που δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό λειτούργησαν νέοι θεσμοί», που ωστόσο υπάρχει στο βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού (σ. 242). Λείπουν επίσης οι αναφορές -που περιλαμβάνονται στο συνοπτικότερο βιβλίο της Γ' Γυμνασίου- στους Γλέζο, Σάντα και σε Ελληνίδες αγωνίστριες όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, η Λέλα Καραγιάννη, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου.
Στο σημείο αυτό, άλλωστε, αποκαλυπτική είναι η σύγκριση με το προκάτοχο βιβλίο της Ιστορίας Γενικής Παιδείας στην Γ' Λυκείου, το βιβλίο των Σκουλάτου, Β. - Δημακόπουλου, Ν. - Κόνδη, Σ. (Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, τεύχος Β', Γ' Ενιαίου Λυκείου), στο οποίο τουλάχιστον 14 σελίδες είχαν αφιερωθεί στο ίδιο ιστορικό φαινόμενο (αφηγηματικό κείμενο και πλουσιότατο συνοδευτικό υλικό πηγών-παραθεμάτων: σελ. 274-287 - έκδοση 2003).
Αξιοσημείωτη είναι και η διαφοροποίηση στη χρήση της ορολογίας: «Εθνική Αντίσταση» (βιβλία ΣΤ' Δημοτικού και Γ' Λυκείου) ή απλά «Αντίσταση» (βιβλίο Γ' Γυμνασίου); Η 1η εκδοχή κλίνει προς μία «ενωτική» ιστορική αναπαράσταση, ενώ η 2η μένοντας πιστή στον κοινό ευρωπαϊκό όρο επιλέγει τη μη απόκρυψη των διχαστικών παραμέτρων του ζητήματος.
Η «ενωτική» διάθεση των συγγραφέων του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού διαπιστώνεται κυρίως α) από την ακροθιγή αναφορά σε «κάποιους» συνεργάτες των κατακτητών (σ. 241), β) από την απόδοση των αιτίων των Δεκεμβριανών σε «λάθη και παραλείψεις όλων των παρατάξεων και στην ανάμειξη των Άγγλων» (σ. 249) και όχι σε συγκεκριμένες ιδεολογικές-πολιτικές διαφορές, γ) από το φορτισμένο συναισθηματικά λεξιλόγιο («αγωνίστηκαν ηρωικά», «ο λαός, όμως, δεν έσκυψε το κεφάλι»), δ) από την έμφαση στην παρουσίαση της στρατιωτικής ανωτερότητας του κατακτητή και ε) από την εμμονή στην ανάδειξη της «προσφοράς» των Ελλήνων στη συμμαχική νίκη.
Ένα σημείο που προφανώς χρειάζεται αναθεώρηση είναι η στερεοτυπική σύγχυση μεταξύ Γερμανών και Ναζί στο χωρίο «Οι Γερμανοί αντέδρασαν με μανία: φυλάκιζαν, βασάνιζαν, κατάστρεφαν και έκαιγαν πόλεις και ολόκληρα χωριά...» (σ. 242). Σύγχυση που παραπέμπει σε μια αντίληψη συλλογικής ενοχής του γερμανικού λαού και αποκρύπτει το ζήτημα της εσωτερικής του αντίστασης.
Η απόκρυψη των διχαστικών πτυχών και των ιδεολογικοπολιτικών διακυβευμάτων εκ μέρους των συγγραφέων του βιβλίου της Γ' Λυκείου επιβεβαιώνεται από την απουσία όρων όπως Τάγματα Ασφαλείας, Δωσίλογοι, Μαυραγορίτες. Αξίζει να αντιδιασταλεί η προσέγγιση αυτή με εκείνη του αποσυρμένου βιβλίου των Γιώργου Κόκκινου κ.ά. (2002), όπου, στο αντίστοιχο χωρίο (σ. 202), εξηγούνται οι όροι «δωσίλογοι» και «μαυραγορίτες», ενώ γίνεται λόγος και για τη συνέχεια του γραφειοκρατικού μηχανισμού που υπηρέτησε διαδοχικά την φασίζουσα δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και τις κυβερνήσεις των δωσιλόγων.
Το παλαιότερο βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού ακολουθεί ένα ηρωικό πρότυπο αφήγησης, ιδιαίτερα όσον αφορά την ελληνική συμμετοχή στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Στην αφήγηση του βιβλίου της Γ' Γυμνασίου εκφράζεται ένας συγκριτικά πολυδιάστατος λόγος, πλούσιος σε μαθησιακά ερεθίσματα. Η αφήγηση του βιβλίου της Γ' Λυκείου, βαθιά άλλωστε εμποτισμένου από επιστημολογικό και ιστοριογραφικό συντηρητισμό, κλίνει προς έναν ακαδημαϊκό λόγο με ακρίβεια στις λεπτομέρειες και λιγότερη ευαισθησία σε πλευρές των ιστορικών γεγονότων που δεν εντάσσονται στην παραδοσιακή εκδοχή της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας και δεν σχετίζονται με ενέργειες των «μεγάλων ανδρών».
Προτάσεις
Είναι δεδομένο ότι η σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού στα ελληνικά σχολεία έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας του κύματος των οικονομικών μεταναστών που κατέκλυσε την χώρα μας από τη δεκαετία του 1990 και εξής• είναι επίσης γνωστό ότι η διαπραγμάτευση των τραυματικών και επίμαχων ζητημάτων εκλαμβάνεται από τη σύγχρονη διδακτική της ιστορίας ως μια από τις αποτελεσματικότερες μεθόδους μύησης των σημερινών μαθητών και αυριανών πολιτών στις απαιτήσεις του δημοκρατικού διαλόγου και της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης• τέλος, γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι η κατανόηση των διαφορετικών οπτικών και η ειρηνική επίλυση των διαφορών συνιστούν αξιακές προτεραιότητες της σχολικής ιστορίας στο δυτικό κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει συμμόρφωση με τα θέσφατα της πολιτικής ορθότητας.
Για τους λόγους αυτούς, είναι αναγκαίο η εξιστόρηση του Β' Παγκόσμιου πόλεμου στα ελληνικά σχολικά βιβλία να απεξαρτηθεί από το ηρωολατρικό αφήγημα, που δαιμονοποιεί και εξιδανικεύει κατά περίπτωση, περιορίζοντας τον ορίζοντα κατανόησης και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων. Δηλαδή να εγκαταλείψει επιτέλους το ιστοριογραφικό και παιδαγωγικό πρότυπο που αποφεύγει τα διχαστικά ζητήματα, που αποσιωπά την ετερότητα και δεν συνδέει, όπως θα όφειλε, τη διδασκαλία του μαθήματος με τον γενικότερο σκοπό της σύγχρονης εκπαίδευσης: την προετοιμασία υπεύθυνων πολιτών που, σε πείσμα των νεοσυντηρητικών, συγκαλυμμένα ρατσιστικών και εθνικολαϊκιστικών επιταγών των καιρών, θα είναι ικανοί να αγωνιστούν για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ατομική αυτονομία, την αλληλεγγύη, την ισότητα, την ευημερία και την ειρήνη.
---
*Ο Γιώργος Κόκκινος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με αντικείμενο την Ιστορία και τη διδακτική της
*Ο Παναγιώτης Γατσωτής είναι διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας
*Η Έλλη Λεμονίδου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Διδακτική της Ιστορίας

Σχολείο και Ιστορία

O Eμφύλιος δεν είναι στα SOS

Tου Νίκου Γ. Ξυδάκη

Συζητούσα με έναν φοιτητή Μαθηματικών, αριστούχο απόφοιτο καλού ιδιωτικού σχολείου, με διακρίσεις σε μαθηματικούς διαγωνισμούς. Από την τρέχουσα πολιτική ζωή ξεκινήσαμε, στις απαρχές του φιλελευθερισμού και τον Διαφωτισμό φτάσαμε. Καθώς είχαμε πια μπει στο πεδίο της Ιστορίας, αντιλήφθηκα ότι ο αριστούχος είχε πέσει σε τρικυμία: τοποθετούσε τον Διαφωτισμό περίπου μαζί με την Αναγέννηση, λίγο μετά τον Μεσαίωνα, και σε διερευνητικές ερωτήσεις αποκαλυπτόταν διαρκώς ότι η γνώση του των αδρών ιστορικών περιόδων ήταν συγκεχυμένη, γεμάτη ανακολουθίες και πρωθύστερα. Οι περίοδοι ήταν απλώς ονόματα σκόρπια μες στον χρόνο, μάλιστα ονόματα κενά, χωρίς περιεχόμενο, χαρακτηριστικά, φυσιογνωμία. Ελαφρώς σοκαρισμένος, ο φοιτητής ομολόγησε ότι Νεότερη Ιστορία είχε διδαχθεί δυο-τρεις φορές στον σχολικό του βίο, και «τότε» τα ήξερε, έπαιρνε 18άρια και 19άρια, αλλά τώρα τα μπερδεύει. Καλά, Γεωγραφία δεν έμαθα ποτέ, αλλά Ιστορία νόμιζα ότι ξέρω, ψέλλισε εξομολογητικά. Τον παρηγόρησα λέγοντάς του, ότι η άγνοιά του δείχνει μάλλον την αποτυχία του σχολείου. Δεν του αρκούσε· ζήτησε κανένα καλό βιβλίο Ιστορίας. Δεν δεχόταν ότι το σχολείο του απέτυχε.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, με δική του πρωτοβουλία ξεκίνησε η δεύτερη φάση της ανοιχτής μας συζήτησης. Αφορμή, ο Εμφύλιος και η ταινία του Π. Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά», την οποία του είχα συστήσει «χαλαρά» να την δει. Αποφασίσαμε με την παρέα να πάμε να δούμε την ταινία, άρχισε να λέει. Πώς κι έτσι; Να, προχθές είχαμε μαζευτεί μια παρέα, παλιοί συμμαθητές, και μιλούσαμε για ταινίες. Ηρθε η κουβέντα και στην «Ψυχή βαθιά». Ενα παιδί, της Νομικής, είπε ότι ο Εμφύλιος είναι μια πολύ παλιά υπόθεση, προπολεμική. Μάς είπε ότι ήταν επί Βενιζέλου, τον μπέρδευε με τον Διχασμό... Δεν ήξερε ότι είχε τόσο πολλούς νεκρούς και ότι κράτησε μέχρι το ’49. Καταλαβαίνεις τώρα, ο φίλος της Νομικής είναι άσος στην Ιστορία, 19.200 μόρια στις πανελλήνιες, 19,8 Ιστορία, δεν λέω για τους άλλους των Καλών Τεχνών, του Πολυτεχνείου και των Οικονομικών.

Και δεν ήξερε πότε έγινε ο Εμφύλιος; Ε, δεν το ήξερε, μας είπε ότι δεν το διάβασε ποτέ, ο Εμφύλιος δεν είναι στα θέματα SOS, δεν μπαίνει ποτέ στις εξετάσεις...

Αναχώνευα όσα μου διηγήθηκε ο νεαρός μαθηματικός περί Ιστορίας και μέσης εκπαίδευσης. Εμεινα περισσότερο στην κοινότοπη διαπίστωση περί αποτυχίας του σχολείου, ότι αυτό το τυπολατρικό σχολείο, ο διάδρομος για τα ΑΕΙ, έχει καταντήσει να παράγει ημιμαθείς και αγράμματους, να στραβώνει ακόμη και τα πιο προικισμένα παιδιά. Μήπως είμαι υπερβολικός;

Θυμήθηκα όσα μου λένε κατά καιρούς φίλοι εκπαιδευτικοί, λαμπροί επιστήμονες και έμπειροι δάσκαλοι. Η Δ., χημικός με μάστερ επιστημολογίας, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τα σχολικά εγχειρίδια: Τα περισσότερα είναι για πολτοποίηση, γραμμένα στο πόδι, ή από ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε σχολική αίθουσα, απευθύνονται σε 13χρονα, ενδεχομένως αλλοδαπά με ελλιπή γνώση ελληνικών, και τους μιλάνε σαν να είναι φοιτητές πανεπιστημίου... Η Δ. περιφρονεί το αναλυτικό πρόγραμμα και εφαρμόζει το δικό της: Πέντε πράγματα, να τους μείνουν, μήπως και μάθουν να σκέφτονται...

Πέντε πράγματα... Ναι, αυτά που δεν κατορθώνουν να διδάξουν σε έξι χρόνια τα καλά ιδιωτικά σχολεία, πότε πέφτει η Αναγέννηση, πότε ο Διαφωτισμός, και γιατί φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, πώς διαβάζεται ο χάρτης, πού βρίσκεται η Βιρμανία και πού τα Γιαννιτσά.

Ο Θ., πτυχιούχος του Φιλοσοφικού-Παιδαγωγικού-Ψυχολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής, μου έλεγε πως τον έβαζαν να διδάσκει Αρχαία Ελληνικά στο γυμνάσιο που υπηρετεί. Καταλαβαίνεις τώρα, εγώ δεν έχω διδαχτεί Αρχαία στο πανεπιστήμιο, και πρέπει να διδάξω Ομηρο και Θουκυδίδη στο πρωτότυπο, με συντακτικό, αναγνωρίσεις και λοιπά. Στα Νέα τουλάχιστον επιστρατεύω τις γνώσεις μου και το ψώνιο μου για τη λογοτεχνία...

Ο φιλόλογος Δ., διδάκτωρ νεοελληνιστής του Καποδιστριακού, μεταφέρει τη δική του εμπειρία από τα ακριβά σχολεία των βορείων προαστίων αλλά και από τα εσπερινά των λαϊκών συνοικιών. Το μέγα ζητούμενο είναι να αποκτήσουν τα παιδιά γλωσσικό αίσθημα, να συνδέσουν το κείμενο που διδάσκεται με τη γλώσσα που μιλάνε, να δώσουν ονόματα στη σκέψη τους, στα αισθήματά τους. Είναι απαισιόδοξος: Κάθε χρονιά βλέπω ότι μπορώ να προσφέρω λιγότερα. Και κανείς δεν μου ζητά να είμαι καλύτερος, κανείς δεν αξιολογεί την εργασία μου, ο θεσμός του επιθεωρητή έχει καταργηθεί, οι σχολικοί σύμβουλοι δεν έχουν αποφασιστικό ρόλο, η επιμόρφωση είναι ανύπαρκτη ή μαϊμού, οι καθηγητές βαριούνται ή απλώς είναι ανεπαρκείς...

Ο Δ., ο Θ., η Δ., άνθρωποι βαθιά καλλιεργημένοι, αφοσιωμένοι στα γράμματα και την επιστήμη, λόγιοι, με κοινωνική συνείδηση του ρόλου τους, δάσκαλοι εξ επιλογής, είναι όλο και πιο σκεπτικιστές καθώς περνούν τα χρόνια. Μιλούν με πόνο για το δημόσιο σχολείο, και περιγράφουν μια ιστορική καταστροφή: για μία και δύο γενιές παιδιών ημιμαθών, χωρίς εγκύκλια παιδεία, χωρίς στοιχειώδη εγγραμματοσύνη.

Σκεφτόμουν: Ο Δ., ο Θ., η Δ. είναι στα σαράντα ή τα πενήντα. Μήπως γκρινιάζουν, μήπως είναι υπερβολικά απαιτητικοί, υπερβολικά απαισιόδοξοι; Οχι, τους ξέρω χρόνια πολλά, είναι άνθρωποι φύσει αισιόδοξοι, δοτικοί, διεισδυτικοί, επιεικείς, ουσιαστικά κοινωνικοί και μοντέρνοι. Αλλωστε, η διερώτηση και η αμφισβήτηση φωλιάζουν πια στους φρεσκοαπόφοιτους των λυκείων, αυτοί ανακαλύπτουν ότι έξι χρόνια αποστήθιζαν μόνο εξεταστέα ύλη. Και τώρα ανακαλύπτουν εμβρόντητοι ότι η γνώση δεν ήταν ποτέ στα SOS.

Καθημερινή της Κυριακής, 1 Νοεμβρίου 2009

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Alfonsina y el Mar (MERCEDES SOSA)

addios Mercedes

Μικρές σκέψεις (3)

Η έννοια του χρόνου στην πολιτική είναι κάτι πολύ σημαντικό. Δεν γνωρίζω αν γεννιέσαι με την αίσθηση του χρόνου ή την αποκτάς με τη μελέτη, την εξάσκηση και την εμπειρία. Ο Κ. Καραμανλής είχε ένα τέτοιο πρόβλημα, μία τέτοια έλλειψη της αίσθησης του χρόνου, του σωστού timing. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στα συμβάντα, τα γεγονότα και τη λήψη της απόφασης γι΄αυτά ήταν σημαντικά μεγάλη. Αντί οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε σχετικά μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα καθυστερούσαν πολύ με αποτέλεσμα και σωστές αποφάσεις να μη λειτουργούν πλέον, να μην επιφέρουν κάποιο θετικό αποτέλεσμα, αλλά μάλλον να έχουν αρνητικό αντίχτυπο. Είναι αυτό που η ψυχολογία λέει ότι εάν ένα παιδί κάνει μια αταξία, η τιμωρία γι΄αυτή του την πράξη πρέπει να είναι σχεδόν άμεση και όχι να υστερεί χρονικά. Έχω την εντύπωση ότι αυτή η αδυναμία του Κ. Καραμανλή είχε και προσωπικά αίτια, ήταν δηλαδή αποτέλεσμα και της προσωπικής του ιδιοσυγκρασίας. Δεν θέλω όμως να υποτιμώ τον τέως πρωθυπουργό. Έστω και καθυστερημένα έδειξε να βελτιώνει τις αντιδράσεις του στα πολιτικά γεγονότα υποβάλλοντας την παραίτησή του το ίδιο βράδυ των εκλογών και όχι μετά από δύο μήνες. Μόνο που αυτό, το έμαθε αργά.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρές σκέψεις (2)

Πλησιάζοντας προς τις εκλογές και έχοντας πάντα μια επιφυλακτικότητα για το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, εκθέτω δύο σκέψεις.
Η πρώτη είναι ενός φίλου. Ίσως μπορεί τελικά να αποδειχθεί εκ του αποτελέσματος ότι οι κήρυξη των πρόωρων εκλογών διέκοψε (προσωρινά;) την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την καταστροφή. Εάν όντως συμβεί αυτό, τότε η απόφαση του Καραμανλή για εκλογές θα έχει δύο συνέπειες. Την απώλεια της εξουσίας από τη ΝΔ και τη σωτηρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η δεύτερη σκέψη, συνάρτηση της πρώτης. Ο στρατηγός εκθέτοντας στο βασιλιά το σχέδιό του για την επικείμενη μάχη, του λέει: "Μπροστά θα παρατάξουμε το πεζικό και πίσω από το πεζικό θα παραταχθεί το ιππικό. Και το πυροβολικό μας θα βομβαρδίσει τις δικές μας γραμμές. Έτσι θα σπείρουμε τη σύγχιση στις γραμμές του εχθρού και η νίκη θα είναι δική μας". Μετά το βομβαρδισμό των γραμμών του ΣΥΡΙΖΑ από τους δικούς του στρατηγούς, το αποτέλεσμα των εκλογών ίσως να είναι η συνέπεια της σύγχισης που υπέστησαν οι γραμμές του εχθρού. Ίδωμεν.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Anonymous: La Folia ( XV century ) / Jordi Savall

Λαϊκή παροιμία

Άλλ΄ ψυχομαχούν΄ κι άλλ΄ καυλομαχούν΄.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Μικρές σκέψεις (1)

Πώς θα πείσεις τώρα τους πολίτες να εμπιστευθούν την ψήφο τους στο ΣΥΡΙΖΑ, όταν είναι νωπή ακόμα η καταστροφική μανία με την οποία η ηγεσία σου διαχειρίστηκε την εμπιστοσύνη τους αυτή;
Καί είναι βέβαιο ότι η πορεία προς τις εκλογές θα είναι ομαλή, όταν εσύ έχεις ξοδέψει πολύτιμο πολιτικό χρόνο και δεν έχεις επιλύσει στην ουσία τα προβλήματά σου;

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Τα δύο πρόσωπα της Αριστεράς

Αναδημοσίευση από την Καθημερινή 22 Αυγούστου 2009



Μετά είκοσι έτη...

Του Nίκου Γ. Ξυδάκη


Δύο πρόσωπα της Αριστεράς, με διαφορετικές διαδρομές, διαφορετική βιοσοφία, εντελώς διαφορετικό ιδίωμα, ο αριστεριστής Περικλής Κοροβέσης και ο συστημικός Λεωνίδας Κύρκος, μας θύμισαν ξανά ότι η Αριστερά δεν είναι ενιαία και ομονοούσα, αφενός, και ότι μπορεί να κρύβει σκελετούς στα ντουλάπια της, αφετέρου.

Ο ανένταχτος, φερέοικος Κοροβέσης, βουλευτής τώρα του ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσε σεισμό επαναλαμβάνοντας αφελώς όσα κυκλοφορούν στον Τύπο και στα καφενεία από το ’89–’90 για τη μεγάλη ανάθεση των ψηφιακών στη Siemens–Ιντρακόμ. Ότι, δηλαδή, και η ηγεσία των ΕΑΡ–ΚΚΕ, μετέχουσα στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, συναίνεσε με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ για την ανάθεση, και ίσως με το αζημίωτο (το περίφημο 3-2-1). Καθώς το σκάνδαλο Siemens καταβαραθρώνει το πολιτικό σύστημα ακόμη πιο βαθιά στην αναξιοπιστία και τη χλεύη, ο Κοροβέσης θύμισε επώδυνα τις μέρες του «βρώμικου ’89», ένα ιστορικό ορόσημο, όταν η ΕΑΡ του Λ. Κύρκου και το ΚΚΕ του Χ. Φλωράκη συγκυβέρνησαν με τη Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη επί τρεις μήνες, και έστειλαν τον Ανδρ. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.

Ο σημερινός Συνασπισμός, απότμημα του τότε ενιαίου, ζητάει το κεφάλι του Κοροβέση, όχι μόνον επειδή αναπαρήγαγε ατεκμηρίωτες φήμες περί χρηματισμού, αλλά επειδή κυρίως θύμισε αυτές τις «βρώμικες μέρες». Διότι την πολιτική κληρονομιά αυτών των ημερών δεν θέλει να τη θυμάται κανείς στον ΣΥΝ, και ιδίως οι Ανανεωτές και οι συστημικοί. Διότι η πολιτική ευθύνη (και χωρίς χρηματισμό) παραμένει ακέραια για τις πράξεις που προσυπέγραψε ή ανέχθηκε η τότε Αριστερά: τα ψηφιακά του ΟΤΕ είναι μια τέτοια πράξη· ο νόμος που εκχώρησε τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες φωτογραφικά σε νέους μιντιακούς βαρώνους, είναι άλλη πράξη.

Αυτήν ακριβώς την κληρονομιά εκλεκτικής αμνησίας και καιροσκοπικών συνεργασιών μας θυμίζει τους τελευταίους μήνες ο Λεωνίδας Κύρκος, ηγέτης του ΚΚΕεσ. και της ΕΑΡ στη συγκυβέρνηση και σε εκλογικές συντριβές. Δεν είναι αυτή η Αριστερά, Αλέξη – ωρυόταν τον Δεκέμβρη, απευθυνόμενος στον Τσίπρα. Ανίκανοι οι Τσίπρας και Αλαβάνος· μόνη λύση είναι η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ – έγραφε προχθές.

Ο Λ. Κύρκος ξέρει ποια είναι η Αριστερά. Του ’89. Με μια διαφορά: στη θέση του Κ. Μητσοτάκη, τώρα ο Γ. Α. Παπανδρέου.
Αναδημοσίευση άρθρου του Νικόλα Σεβαστάκη από την Ελευθεροτυπία 21 Αυγούστου 2009.


Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Ο κ. Χ. και ο Θοδωρής Ηλιόπουλος

Ο κ.Χ. είναι ένα υψηλής πιστότητας προϊόν της κυβερνώσας ελίτ της τελευταίας εικοσαετίας. Βρέθηκε και έδρασε, ουσιαστικά, στη μεθόριο του εγχώριου φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, στο πεδίο ώσμωσης των προηγμένων αγορών και της κρατικής γραφειοκρατίας, της ιδιωτικής οικονομίας και του μύχιου κράτους των κομμάτων. Όσο και αν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αισθάνεται προστατευμένος. Και με το δίκιο του: Δεν πρόκειται, όπως λένε κάποιοι ελαφρά τη καρδία, για άλλη μια περίπτωση Κοσκωτά. Είναι μια φιγούρα η οποία συγκεντρώνει την επικοινωνιακή και συναλλακτική τεχνογνωσία που λειάνθηκε όλα αυτά τα χρόνια κάπου ανάμεσα στα λόμπι της «Μεγάλης Βρεταννίας» και του «Hilton», στις λέσχες της Εκάλης και στα ελβετικά ύψη. Αντιπροσωπεύει μια σπορτίφ, κοσμοπολίτικη, εξωστρεφή και καλά σπουδαγμένη επιχειρηματικότητα, μια ποιοτική υπέρβαση των πρώτων κυμάτων του άγριου νεοπλουτισμού της δεκαετίας του '80. Γι' αυτό, άλλωστε, μπορεί και απαιτεί, διά των συνηγόρων του, να πέσει η θερμοκρασία στην Αθήνα, να μην έχει καύσωνες των σαράντα βαθμών, που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία του. Γι' αυτό μπορεί να σπέρνει μικρές υπολογισμένες δόσεις φόβου γνωρίζοντας ότι το πολιτικό σύστημα, η δημοκρατία των προμηθειών, δεν μπορεί να είναι πραγματικά αυστηρή με αυτόν.

Η δημοκρατία, άλλωστε, δεν έχει επιλέξει να θεωρεί εχθρό τον κ. Χ. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι ενοχλητικός, προφανώς αντιπαθής στους ευεργετηθέντες, απρόβλεπτος, επίσης, για τους φθινοπωρινούς σχεδιασμούς των επιτελείων. Αλλά, σε τελική ανάλυση, είναι μια θεσμική προσωπικότητα. Δεν είναι η «μηδενιστική αλητεία» την οποία καυτηρίασαν οι ενοχλημένοι διανοούμενοι τις ημέρες του Δεκέμβρη. Αντίθετα, ένας τέτοιος «κίνδυνος για τους θεσμούς και το κράτος δικαίου» βρίσκεται σε ασφαλή χέρια: Τις ώρες που ο κ. Χ. καθορίζει με τους συνηγόρους του την προσφορότερη υπερασπιστική στρατηγική, ο επονείδιστος οχλοκρατικός Δεκέμβρης τιμωρείται στο πρόσωπο του Θοδωρή Ηλιόπουλου. Το μήνυμα του ανθρώπου αυτού, κρατούμενου επί μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού και απεργού πείνας, είναι ακριβώς το ίδιο το πρόσωπό του. Αυτό το πρόσωπο που φέρει έντονα τα σημάδια της φυσικής καταβολής, της σωματικής ταλαιπωρίας και συγχρόνως αποπνέει σθένος και ήρεμη αυτοπεποίθηση.

Το σημείωμα αυτό γράφεται δίχως να γνωρίζω την κατάληξη του αγώνα του Θοδωρή Ηλιόπουλου. Αισθάνομαι όμως ότι αυτός ο αγώνας με αφορά ακριβώς διότι ο κόσμος του Θοδωρή δεν συναντά τον κόσμο του κ. Χ. Το πείσμα του πρώτου, η απόφασή του να μην αυτοκαταργηθεί ως υποκείμενο συγκεκριμένων ιδεών και αξιών, δεν έχει καμιά σχέση με τη στρατηγική διάσωσης του άλλου. Ο Θοδωρής θέλει να σώσει την τιμή του, την ανθρώπινη και πολιτική του υπερηφάνεια. Ο κ. Χ. επιδιώκει να καταστήσει καθαρό σε όλους ότι η δική του «πολιτεία» αποτελεί μέρος του περίπλοκου παιχνιδιού της δημοκρατίας και οι πρακτικές του αναπόφευκτο τίμημα της διαλεκτικής του εκσυγχρονισμού. Στον Θοδωρή λάμπει το αποσιωπημένο και αγνοημένο πρόσωπο του περασμένου Δεκέμβρη: μια ηθική μαρτυρία εναντίον όλων όσα συμβολίζει ο κ. Χ. Αυτή η ηθική μαρτυρία υπάρχει, έχει περιεχόμενο, παρά το ότι δεν έχει επινοήσει τις πολιτικές της μορφές: είναι η προτεραιότητα των δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης έναντι της Αυτού Μεγαλειότητος του Εμπορεύματος, η επιθυμία για ισότητα και η άρνηση των προνομίων, η θετική επαναξιολόγηση μιας μη καταναλωτικής, μη ανταγωνιστικής καθημερινότητας. Ένας τέτοιος πυρήνας νοήματος είναι πολύτιμος. Έρχεται να υπενθυμίσει τα όρια της εποχής του κενού, τα ευλογημένα ρήγματα στον θεσμοποιημένο ατομικισμό και στο συμβόλαιο κοινωνικής αδιαφορίας με το οποίο το κενό προοδεύει προς την ολοκλήρωσή του...

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Blowing in the wind

50 ΧΡΟΝΙΑ JOAN BAEZ

Για περισσότερα διαβάστε το κείμενο του Γιάννη Πετρίδη στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίαs :

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=70920

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Eίμαι εδώ

Θα μπορούσα μήπως να είμαι αλλού; Βεβαίως, εκεί που δεν έχει γυρισμό. Όταν βγαίνεις, όπως εγώ, μέσα από ένα αυτοκίνητο σχεδόν κατεστραμμένο, σώος και αβλαβής, τότε πήγες και γύρισες. Γι΄αυτό είμαι εδώ κι όχι αλλού. Με ένα γεγονός, που όπως λέει και ένας φίλος μπορεί να σημαδέψει την οδηγική συμπεριφορά μου προς το καλύτερο. Γιατί τώρα βίωσα και ξέρω τι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή στους δρόμους.
ΦΙΛΕ ΟΔΗΓΕ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ. ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Καλοκαιρινές διακοπές








Επιτέλους δύο ολόκληρες εβδομάδες διακοπές, χωρίς σκοτούρες, εφημερίδες,βιβλία, τηλεόραση. Καθάρισε λίγο το μυαλό. Γέμισαν οι μπαταρίες, ελπίζω. Γιατί όμως; To σκηνικό έμεινε όπως το άφησα. Ο χαζός, είχα μια ελπίδα ότι επιστρέφοντας θα έβλεπα κάτι διαφορετικό. Πού κάτι τέτοιο; Καλές δυνάμεις λοιπόν για τη συνέχεια.








Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Μουσικές ενθυμίσεις

Από τη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, το πολύ καλό ένθετο της Ελευθεροτυπίας 10-07-2009, ένα κείμενο του Γιάννη Πετρίδη για τη Judi Collins. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.




JUDY COLLINS
Ανακάλυψε και προώθησε νέους συνθέτες
Από τον Γιάννη Πετρίδη

Με τη μοναδική ικανότητά της να ανακαλύπτει σημαντικά τραγούδια και να τα τραγουδά με την ευαίσθητη φωνή της, η Judy Collins, που πρόσφατα συμπλήρωσε τα 70 χρόνια ζωής, κατάφερε να γράψει τη δικιά της ξεχωριστή ιστορία, αρχικά στον χώρο της φολκ, στη συνέχεια της φολκ ροκ, αλλά και να δηλώσει τη σημαντική παρουσία της σε άλλα μουσικά είδη, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του '70, όπως η ποπ, τα τραγούδια από σύγχρονα μιούζικαλ και η μουσική κάντρι.
Σε ηλικία 13 ετών έπαιζε πιάνο για τη Συμφωνική ορχήστρα του Ντένβερ και από τα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να ανακαλύπτει σταδιακά ονόματα όπως η Joni Mitchell, της οποίας ηχογράφησε το Both Sides Now όταν ακόμα ήταν άγνωστη, καθώς και τα Suzanne και Dress Rehearsal Rag του Leonard Cohen, στο άλμπουμ της In My Life, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1966. Στον ίδιο δίσκο που ηχογραφήθηκε στην Αγγλία, υπήρχαν τα Ι Think It's Going Το Rain Today του άγνωστου τότε Randy Newman, το Sunny Goodge Song, που ήταν από τα πρώτα τραγούδια των Renaissance, το Pirate Jane των Kurt Weil και Bertolt Brecht και το La Colombe του Jacques Brel. Επίσης κανείς άλλος καλλιτέχνης, εκτός ίσως της Joan Baez σε κάποια φάση της καριέρας της, δεν είχε τόσο συχνή επαφή με τα τραγούδια του Bob Dylan, αφού από τον τρίτο δίσκο της είχε μόνιμη παρουσία σχεδόν σε όλα τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του '60.
Η Judy Collins ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα της στο τραγούδι στις αρχές του χειμώνα του 1961, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Κονέκτικατ για να δοκιμάσει την τύχη της στη Νέα Υόρκη, έχοντας στην αγκαλιά της το μωρό της.
Στους δύο πρώτους δίσκους της που κυκλοφόρησαν το 1961, Maid Of Constant Sorrow και Golden Apples Of The Sun, η Judy τραγουδούσε συνθέσεις από την αμερικανική μουσική παράδοση, αλλά και από την Ιρλανδία, που ήταν η χώρα καταγωγής της.
Η Judy δεν είχε αρχίσει τότε να γράφει δικά της τραγούδια και περνούσε τα βράδια της στα διάφορα καφέ του Γκρίνουιτζ Βίλατζ, τραγουδώντας μαζί με τον άγνωστο ακόμα Dylan τις αγαπημένες τους συνθέσεις τού Woody Guthrie και άλλα παραδοσιακά τραγούδια.
Το 1963 και μετά τον χωρισμό από τον σύζυγό της, θα παρουσιάσει στο άλμπουμ Judy Collins #3 μερικούς από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες στον χώρο της φολκ μουσικής εκείνης της χρονιάς, αποδεικνύοντας το τέλειο αισθητήριό της. Ο Bob Dylan, που θα παρασύρει με τη δυναμική του μια ολόκληρη γενιά νέων συνθετών, θα της τραγουδά στους δρόμους του Γκρίνουιτζ Βίλατζ το Masters Of War, για να την πείσει να το διασκευάσει, και η Judy θα συμπεριλάβει επίσης στο άλμπουμ της το τραγούδι του Farewell. Οι κοινές καταβολές με τον Dylan φαίνονται και από τη διασκευή της στο Deportee του Woodie Guthrie, που η εκτίμησή τους για το έργο του ήταν απεριόριστη. Υπάρχουν ακόμη συνθέσεις των Pete Seeger, Bob Gibson, Ewan MacColl, Shel Silverstein και Jim (Roger) McGuinn των Byrds, που θα έχουν παρουσία σ' αυτό το άλμπουμ. Ο McGuinn θα ενορχηστρώσει μάλιστα τη διασκευή της στο Turn! Turn! Turn! του Pete Seeger και θα το ερμηνεύσει δύο χρόνια αργότερα με το συγκρότημά του, τους Byrds, κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία.
Σ' αυτή τη μουσική επανάσταση των αρχών της δεκαετίας του '60 έπαιρναν μέρος αρκετές γυναίκες τραγουδίστριες, από τις οποίες οι περισσότερες ερμήνευαν τραγούδια άλλων, εκφράζοντας την πολιτική κατάσταση της εποχής τους, ανάμεσά τους, οι Buffe Sainte-Marie, Janis Joplin, Carolyn Hester, Jude Henske και η τραγουδίστρια των Peter, Paul And Mary, Mary Travers. Η Joni Mitchell δεν είχε εμφανισθεί ακόμη στο προσκήνιο.
Το 1965 η μουσική του Dylan γίνεται ηλεκτρική μετά την παρουσία του στη σκηνή του φεστιβάλ του Νιούπορτ, αλλάζοντας τα πάντα και ανοίγοντας τον δρόμο για τα παιδιά των λουλουδιών με τα τραγούδια του, όπως τα Masters Of War και The Ballad Of Hittie Carrol. Αυτό το μουσικό κίνημα θα περάσει σε όλο τον πλανήτη, φτάνοντας και στην Ελλάδα όπου θα εκφραστεί από φωνές όπως αυτή του Διονύση Σαββόπουλου, που θα πιάσει αμέσως τον σφυγμό της αλλαγής.
Την ίδια χρονιά, η Judy θα δώσει το πρώτο προσωπικό της κονσέρτο στη Νέα Υόρκη και θα γνωρίσει νέους δημιουργούς, όπως ο Dick Farina και η νέα, τότε, σύζυγός του Mimi, που ήταν η νεότερη αδελφή τής Joan Baez. Το τραγούδι που θα της δώσει το ζευγάρι είναι το Pack Up Your Sorrows, το οποίο θα συμπεριλάβει στο πέμπτο άλμπουμ της μαζί με τραγούδια των Gordon Lightfoot, Phil Ochs, Eric Andersen και άλλων νέων δημιουργών. Η χρονιά τελειώνει με την Collins γεμάτη πίκρα, αφού χάνει την επιμέλεια του γιου της.
Ο ντροπαλός ποιητής Leonard Cohen θα της δώσει το 1966 τα τραγούδια του Suzanne και Dress Rehearsal Rag αρνούμενος να τα τραγουδήσει ο ίδιος, γιατί, όπως έλεγε στην Judy, δεν ήταν τραγουδιστής. Η Collins θα τον πείσει να ηχογραφήσει ο ίδιος τα τραγούδια του παίρνοντάς τον από το χέρι και ανεβάζοντάς τον στη σκηνή σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Ο Cohen άρχισε να τραγουδά το Suzanne, σταμάτησε στη μέση, κοίταξε προς το κοινό και άνοιξε τα φτερά του τραγουδώντας το Suzanne μαζί με την Collins που ανέβηκε στη σκηνή για να τον ενθαρρύνει. Συνολικά η Judy Collins ηχογράφησε στα επόμενα χρόνια 10 από τα τραγούδια του Cohen, ανάμεσά τους, τα Priests, Sisters Of Mercy, Blue Raincoat και Bird On Α Wire.
Ο Cohen, από την πλευρά του, της το ανταπέδωσε πείθοντάς τη να αρχίσει να γράφει δικά της τραγούδια. Οπως θα δηλώσει αργότερα, όταν ο Cohen έλεγε κάτι, είχε τον τρόπο να γίνει πειστικός και να οδηγήσει τον άλλο τουλάχιστον στο να προσπαθήσει.
Το πρώτο της τραγούδι το έγραψε το 1967 και ήταν το Since You've Asked. Το έγραψε, όπως είπε, μέσα σε 30' δηλώνοντας ενθουσιασμένη, μη πιστεύοντας το πόσο εύκολο ήταν.
Στο άλμπουμ Wildflowers θα συμπεριλάβει τα πρώτα δικά της τραγούδια μαζί με δύο συνθέσεις της Joni Mitchell, η οποία άρχισε να κάνει θόρυβο εκείνη την εποχή για το ταλέντο της. Το Both Sides Now θα γίνει μεγάλη επιτυχία και θα ανοίξει τον δρόμο για την καριέρα τής Mitchell, η οποία μέχρι τότε δεν είχε δισκογραφικό συμβόλαιο. Στον ίδιο δίσκο υπάρχουν και τα εντυπωσιακά Hey, That's Νο way Το Say Goodbye και Sisters Of Mercy του Leonard Cohen, μαζί με το La Chancon des vieux amants του Jacques Brel.
Το Both Sides Now έφερε για πρώτη φορά την Judy Collins στο αμερικανικό ραδιόφωνο, αλλάζοντας εντελώς τη ζωή της.
Το 1968 θα γνωριστεί με τον Stephen Stills, θα συνεργαστεί μαζί του στο άλμπουμ Who Knows Where The Time Goes, που πήρε τον τίτλο του από το περίφημο τραγούδι τής Sandy Denny, και με το τέλος της ηχογράφησης θα γίνουν ζευγάρι. Ο Stills θα γράψει γι' αυτήν το Suite: Judy Blue Eyes για το συγκρότημά του Crosby, Stills and Nash.
Το 1970 ηχογραφεί στον ναό του Αγίου Παύλου, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το θρησκευτικό παραδοσιακό Amazing Grace χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και γνωρίζει εντυπωσιακή επιτυχία αναδεικνύοντας τη δύναμη της φωνής της.
Σημαντικός σταθμός στην καριέρα της ήταν και η διασκευή της, το 1975, στο Send In The Clowns του Stephen Sondheim από το μιούζικαλ Α Little Night Music.
Στη δεκαετία του '90 κι ενώ στο μεταξύ, έχει γίνει εκπρόσωπος της UNISEF, θα συνεχίσει να ηχογραφεί καλά άλμπουμ και το 1995 θα κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, με τον τίτλο Shameless, το οποίο συνοδευόταν από ένα άλμπουμ με καινούρια τραγούδια της.