Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Eίμαι εδώ

Θα μπορούσα μήπως να είμαι αλλού; Βεβαίως, εκεί που δεν έχει γυρισμό. Όταν βγαίνεις, όπως εγώ, μέσα από ένα αυτοκίνητο σχεδόν κατεστραμμένο, σώος και αβλαβής, τότε πήγες και γύρισες. Γι΄αυτό είμαι εδώ κι όχι αλλού. Με ένα γεγονός, που όπως λέει και ένας φίλος μπορεί να σημαδέψει την οδηγική συμπεριφορά μου προς το καλύτερο. Γιατί τώρα βίωσα και ξέρω τι μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή στους δρόμους.
ΦΙΛΕ ΟΔΗΓΕ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ. ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Καλοκαιρινές διακοπές








Επιτέλους δύο ολόκληρες εβδομάδες διακοπές, χωρίς σκοτούρες, εφημερίδες,βιβλία, τηλεόραση. Καθάρισε λίγο το μυαλό. Γέμισαν οι μπαταρίες, ελπίζω. Γιατί όμως; To σκηνικό έμεινε όπως το άφησα. Ο χαζός, είχα μια ελπίδα ότι επιστρέφοντας θα έβλεπα κάτι διαφορετικό. Πού κάτι τέτοιο; Καλές δυνάμεις λοιπόν για τη συνέχεια.








Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Μουσικές ενθυμίσεις

Από τη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, το πολύ καλό ένθετο της Ελευθεροτυπίας 10-07-2009, ένα κείμενο του Γιάννη Πετρίδη για τη Judi Collins. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.




JUDY COLLINS
Ανακάλυψε και προώθησε νέους συνθέτες
Από τον Γιάννη Πετρίδη

Με τη μοναδική ικανότητά της να ανακαλύπτει σημαντικά τραγούδια και να τα τραγουδά με την ευαίσθητη φωνή της, η Judy Collins, που πρόσφατα συμπλήρωσε τα 70 χρόνια ζωής, κατάφερε να γράψει τη δικιά της ξεχωριστή ιστορία, αρχικά στον χώρο της φολκ, στη συνέχεια της φολκ ροκ, αλλά και να δηλώσει τη σημαντική παρουσία της σε άλλα μουσικά είδη, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του '70, όπως η ποπ, τα τραγούδια από σύγχρονα μιούζικαλ και η μουσική κάντρι.
Σε ηλικία 13 ετών έπαιζε πιάνο για τη Συμφωνική ορχήστρα του Ντένβερ και από τα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να ανακαλύπτει σταδιακά ονόματα όπως η Joni Mitchell, της οποίας ηχογράφησε το Both Sides Now όταν ακόμα ήταν άγνωστη, καθώς και τα Suzanne και Dress Rehearsal Rag του Leonard Cohen, στο άλμπουμ της In My Life, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1966. Στον ίδιο δίσκο που ηχογραφήθηκε στην Αγγλία, υπήρχαν τα Ι Think It's Going Το Rain Today του άγνωστου τότε Randy Newman, το Sunny Goodge Song, που ήταν από τα πρώτα τραγούδια των Renaissance, το Pirate Jane των Kurt Weil και Bertolt Brecht και το La Colombe του Jacques Brel. Επίσης κανείς άλλος καλλιτέχνης, εκτός ίσως της Joan Baez σε κάποια φάση της καριέρας της, δεν είχε τόσο συχνή επαφή με τα τραγούδια του Bob Dylan, αφού από τον τρίτο δίσκο της είχε μόνιμη παρουσία σχεδόν σε όλα τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του '60.
Η Judy Collins ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα της στο τραγούδι στις αρχές του χειμώνα του 1961, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Κονέκτικατ για να δοκιμάσει την τύχη της στη Νέα Υόρκη, έχοντας στην αγκαλιά της το μωρό της.
Στους δύο πρώτους δίσκους της που κυκλοφόρησαν το 1961, Maid Of Constant Sorrow και Golden Apples Of The Sun, η Judy τραγουδούσε συνθέσεις από την αμερικανική μουσική παράδοση, αλλά και από την Ιρλανδία, που ήταν η χώρα καταγωγής της.
Η Judy δεν είχε αρχίσει τότε να γράφει δικά της τραγούδια και περνούσε τα βράδια της στα διάφορα καφέ του Γκρίνουιτζ Βίλατζ, τραγουδώντας μαζί με τον άγνωστο ακόμα Dylan τις αγαπημένες τους συνθέσεις τού Woody Guthrie και άλλα παραδοσιακά τραγούδια.
Το 1963 και μετά τον χωρισμό από τον σύζυγό της, θα παρουσιάσει στο άλμπουμ Judy Collins #3 μερικούς από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες στον χώρο της φολκ μουσικής εκείνης της χρονιάς, αποδεικνύοντας το τέλειο αισθητήριό της. Ο Bob Dylan, που θα παρασύρει με τη δυναμική του μια ολόκληρη γενιά νέων συνθετών, θα της τραγουδά στους δρόμους του Γκρίνουιτζ Βίλατζ το Masters Of War, για να την πείσει να το διασκευάσει, και η Judy θα συμπεριλάβει επίσης στο άλμπουμ της το τραγούδι του Farewell. Οι κοινές καταβολές με τον Dylan φαίνονται και από τη διασκευή της στο Deportee του Woodie Guthrie, που η εκτίμησή τους για το έργο του ήταν απεριόριστη. Υπάρχουν ακόμη συνθέσεις των Pete Seeger, Bob Gibson, Ewan MacColl, Shel Silverstein και Jim (Roger) McGuinn των Byrds, που θα έχουν παρουσία σ' αυτό το άλμπουμ. Ο McGuinn θα ενορχηστρώσει μάλιστα τη διασκευή της στο Turn! Turn! Turn! του Pete Seeger και θα το ερμηνεύσει δύο χρόνια αργότερα με το συγκρότημά του, τους Byrds, κάνοντάς το μεγάλη επιτυχία.
Σ' αυτή τη μουσική επανάσταση των αρχών της δεκαετίας του '60 έπαιρναν μέρος αρκετές γυναίκες τραγουδίστριες, από τις οποίες οι περισσότερες ερμήνευαν τραγούδια άλλων, εκφράζοντας την πολιτική κατάσταση της εποχής τους, ανάμεσά τους, οι Buffe Sainte-Marie, Janis Joplin, Carolyn Hester, Jude Henske και η τραγουδίστρια των Peter, Paul And Mary, Mary Travers. Η Joni Mitchell δεν είχε εμφανισθεί ακόμη στο προσκήνιο.
Το 1965 η μουσική του Dylan γίνεται ηλεκτρική μετά την παρουσία του στη σκηνή του φεστιβάλ του Νιούπορτ, αλλάζοντας τα πάντα και ανοίγοντας τον δρόμο για τα παιδιά των λουλουδιών με τα τραγούδια του, όπως τα Masters Of War και The Ballad Of Hittie Carrol. Αυτό το μουσικό κίνημα θα περάσει σε όλο τον πλανήτη, φτάνοντας και στην Ελλάδα όπου θα εκφραστεί από φωνές όπως αυτή του Διονύση Σαββόπουλου, που θα πιάσει αμέσως τον σφυγμό της αλλαγής.
Την ίδια χρονιά, η Judy θα δώσει το πρώτο προσωπικό της κονσέρτο στη Νέα Υόρκη και θα γνωρίσει νέους δημιουργούς, όπως ο Dick Farina και η νέα, τότε, σύζυγός του Mimi, που ήταν η νεότερη αδελφή τής Joan Baez. Το τραγούδι που θα της δώσει το ζευγάρι είναι το Pack Up Your Sorrows, το οποίο θα συμπεριλάβει στο πέμπτο άλμπουμ της μαζί με τραγούδια των Gordon Lightfoot, Phil Ochs, Eric Andersen και άλλων νέων δημιουργών. Η χρονιά τελειώνει με την Collins γεμάτη πίκρα, αφού χάνει την επιμέλεια του γιου της.
Ο ντροπαλός ποιητής Leonard Cohen θα της δώσει το 1966 τα τραγούδια του Suzanne και Dress Rehearsal Rag αρνούμενος να τα τραγουδήσει ο ίδιος, γιατί, όπως έλεγε στην Judy, δεν ήταν τραγουδιστής. Η Collins θα τον πείσει να ηχογραφήσει ο ίδιος τα τραγούδια του παίρνοντάς τον από το χέρι και ανεβάζοντάς τον στη σκηνή σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Ο Cohen άρχισε να τραγουδά το Suzanne, σταμάτησε στη μέση, κοίταξε προς το κοινό και άνοιξε τα φτερά του τραγουδώντας το Suzanne μαζί με την Collins που ανέβηκε στη σκηνή για να τον ενθαρρύνει. Συνολικά η Judy Collins ηχογράφησε στα επόμενα χρόνια 10 από τα τραγούδια του Cohen, ανάμεσά τους, τα Priests, Sisters Of Mercy, Blue Raincoat και Bird On Α Wire.
Ο Cohen, από την πλευρά του, της το ανταπέδωσε πείθοντάς τη να αρχίσει να γράφει δικά της τραγούδια. Οπως θα δηλώσει αργότερα, όταν ο Cohen έλεγε κάτι, είχε τον τρόπο να γίνει πειστικός και να οδηγήσει τον άλλο τουλάχιστον στο να προσπαθήσει.
Το πρώτο της τραγούδι το έγραψε το 1967 και ήταν το Since You've Asked. Το έγραψε, όπως είπε, μέσα σε 30' δηλώνοντας ενθουσιασμένη, μη πιστεύοντας το πόσο εύκολο ήταν.
Στο άλμπουμ Wildflowers θα συμπεριλάβει τα πρώτα δικά της τραγούδια μαζί με δύο συνθέσεις της Joni Mitchell, η οποία άρχισε να κάνει θόρυβο εκείνη την εποχή για το ταλέντο της. Το Both Sides Now θα γίνει μεγάλη επιτυχία και θα ανοίξει τον δρόμο για την καριέρα τής Mitchell, η οποία μέχρι τότε δεν είχε δισκογραφικό συμβόλαιο. Στον ίδιο δίσκο υπάρχουν και τα εντυπωσιακά Hey, That's Νο way Το Say Goodbye και Sisters Of Mercy του Leonard Cohen, μαζί με το La Chancon des vieux amants του Jacques Brel.
Το Both Sides Now έφερε για πρώτη φορά την Judy Collins στο αμερικανικό ραδιόφωνο, αλλάζοντας εντελώς τη ζωή της.
Το 1968 θα γνωριστεί με τον Stephen Stills, θα συνεργαστεί μαζί του στο άλμπουμ Who Knows Where The Time Goes, που πήρε τον τίτλο του από το περίφημο τραγούδι τής Sandy Denny, και με το τέλος της ηχογράφησης θα γίνουν ζευγάρι. Ο Stills θα γράψει γι' αυτήν το Suite: Judy Blue Eyes για το συγκρότημά του Crosby, Stills and Nash.
Το 1970 ηχογραφεί στον ναό του Αγίου Παύλου, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, το θρησκευτικό παραδοσιακό Amazing Grace χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και γνωρίζει εντυπωσιακή επιτυχία αναδεικνύοντας τη δύναμη της φωνής της.
Σημαντικός σταθμός στην καριέρα της ήταν και η διασκευή της, το 1975, στο Send In The Clowns του Stephen Sondheim από το μιούζικαλ Α Little Night Music.
Στη δεκαετία του '90 κι ενώ στο μεταξύ, έχει γίνει εκπρόσωπος της UNISEF, θα συνεχίσει να ηχογραφεί καλά άλμπουμ και το 1995 θα κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, με τον τίτλο Shameless, το οποίο συνοδευόταν από ένα άλμπουμ με καινούρια τραγούδια της.

Judy Collins - Turn Turn Turn

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Το επόμενο βήμα

Προς τους αρθρογραφούντες, συμπεριλαμβανομένου και εμού, πολύ ολιγότερο βέβαια.

Πήξαμε στην αρθογραφία για το ΣΥΡΙΖΑ, το ΣΥΝ, τον Αλαβάνο, τον Τσίπρα κλπ. Είναι και καλοκαίρι, σφίξαν και οι ζέστες. Σύντροφοι, τα είπατε όλα, όσα μπορούσατε να πείτε αυτή τη στιγμή. Ας επιβληθεί πλέον σιγή ασυρμάτου. Μας λείπει ο χρόνος για να χωνέψουμε τις χιλιάδες των λέξεων, των ιδεών, των διακηρύξεων, των καυστικών ή χλιαρών κριτικών σχολίων. Δεν μπορούμε άλλο να σας παρακολουθήσουμε. Ήδη διαβάζουμε αγκομαχώντας τη σχετική αρθρογραφία. Για τον υπόλοιπο κόσμο δε γεννάται θέμα γιατί απλά δεν παρακολουθεί. Το πολύ-πολύ να συρρέει στα κάστρα για τους Scorpions (Μυτιλήνη), παρ΄όλες τις αιτιάσεις περί της πολιτισμικής πολιτικής των νομαρχαίων. Ας κάνουμε κράτει λοιπόν. Βέβαια αυτοί που έχουν τις ευθύνες βιάζονται . Δεν ξέρω όμως που θέλουνε να πάνε και πού θα φτάσουν τελικά. Τι πρέπει να γίνει τώρα; Μήπως θα πέσουμε στη θερινή ραστώνη και θα ξυπνήσουμε όταν θα είναι ήδη αργά; Οι καιροί ου μενετοί, έλεγαν οι αρχαίοι. Αλλά πώς; Ίσως έφτασε η στιγμή που αυτός ο διάλογος θα πρέπει να πάρει άλλο χαρακτήρα. Εγώ πλέον θα ήθελα, οι τάσεις, συνιστώσες, παρατάξεις και ενταγμένοι ανένταχτοι να περάσουν σε άλλο επίπεδο κειμένων. Φτάνει πια η κριτική και η δίκη προθέσεων των άλλων. Ας δουν οι ίδιοι τι θέλουν. Όχι όμως υπό τη μορφή τίτλων προτάσεων και θέσεων, αλλά επεξεργασίας και όσο είναι δυνατόν συγκεκριμένων λύσεων.Πριν τις προωθητικές συνθέσεις χρειάζονται οι καταθέσεις. Πχ. με την κωδικοποίηση των θεμάτων που μπήκαν στο διάλογο, σε κάθε ένα να γίνει αιτιολογημένη κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων. Τι σημαίνει λοιπόν πολιτική στροφή και πώς μπορεί να επιτευχθεί; Tι σημαίνει τρίτος πόλος και ποια τα συγκεκριμένα βήματα προς την επίτευξή του; Πώς μετεξελίσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή μένει όπως έχει; Πώς αποκαθίσταται και εμβαθύνει η αλληλέγγυα ευθύνη των στελεχών; Ή κάθε φορά θα έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων και αδιέξοδες κρίσεις; H Αριστερά είναι καταδικασμένη να έχει και τις αποτυχίες της. Πρέπει όμως στην επόμενη αποτυχία να αποτύχουμε καλύτερα. Το βήμα πίσω να μας οδηγεί δύο βήματα μπροστά και όχι στο χείλος του γκρεμού.Ας καταθέσουν λοιπόν όλοι τις προτάσεις τους και τους τρόπους επίτευξής τους. Ας μας πούνε καθαρά μέχρι πού είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν και τι σκέφτονται να κάνουν. Είναι ώρα να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να μπει στην άκρη ο κομματικός πατριωτισμός. Τα πράγματα δε μένουν στάσιμα αλλά εξελίσσονται. Όταν σταματήσει ο ποδηλάτης να κινείται, τότε χάνει την ισορροπία του. Όλα λοιπόν μπροστά στον κόσμο της Αριστεράς. Αυτός αποφασίζει.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Dino Saluzzi - Anja Lechner live

Ωραίο και περίεργο πάντρεμα!

♥♫ VASSILIS TSABROPOULOS - Melos ♥♫

Ελευθεροτυπία, 03/07/2009

Ο σύγχρονος κοινωνικός ριζοσπαστισμός
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Η επίδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις πρόσφατες ευρωεκλογές δεν ήταν ικανοποιητική, ούτε όμως και καταστροφική.
Παρ' όλα αυτά, ήταν απογοητευτική σε σχέση με τις φιλοδοξίες και προσδοκίες που είχαν αναπτυχθεί: την ανάδειξη ενός μεγάλου μαζικού κινήματος με «αντισυστημικό» προσανατολισμό. Ομως, περισσότερο απογοητευτική και με έντονα αποσταθεροποιητικές συνέπειες αποδείχθηκε στη συνέχεια η διαχείριση του μη ικανοποιητικού εκλογικού αποτελέσματος: ήλθαν στο φως καταστάσεις δυσάρεστες, που ουδείς τολμούσε να φαντασθεί. Μέχρι σήμερα δεν έχει καν επιχειρηθεί αποτίμηση του τι ακριβώς συνέβη και σε ποιες αιτίες αυτό αποδίδεται• όλες οι πλευρές αποδέχονται «λάθη», που όμως ουδείς προσδιορίζει, ενώ έκαστος των πολιτικών εταίρων επιρρίπτει ευθύνες στους υπολοίπους. Η εσωστρέφεια αποθεώνεται, διακόπτεται η επαφή και ο διάλογος με την κοινωνία. Αναδύεται έτσι δικαιολογημένα κλίμα πολιτικής δυσπιστίας και αφερεγγυότητας, ενώ επαυξάνεται η κοινωνική καχυποψία και επιφυλακτικότητα σχετικά με την υπόσταση και τις πολιτικές προοπτικές του χώρου. Οι αντίπαλες πλευρές, φυσικά, επιχαίρουν, φθάνοντας να αμφισβητήσουν ακόμη και τον κοινωνικό λόγο ύπαρξής του.
Το διαζύγιο της πολιτικής Αριστεράς με την υποθετική και διεκδικούμενη κοινωνική βάση της δεν είναι νέο φαινόμενο. Δεν είναι πρώτη φορά στην Ιστορία που η Αριστερά αυτοπαγιδεύεται σε θεωρητικά σχήματα που η ίδια εκπονεί, ενώ η πραγματικότητα ακολουθεί διαφορετική πορεία. Η διάσταση μεταξύ Αριστεράς και κοινωνικής πραγματικότητας αποδίδεται σήμερα από ορισμένους στην καθήλωση της πρώτης σε «αρχαϊκά και ξεπερασμένα» σχήματα του παρελθόντος. Ομως, περί του αντιθέτου πρόκειται. Εάν κάποιος έχει σήμερα ριζικά μεταλλαχθεί, ώστε να αποβαίνει αγνώριστος, περισσότερο και από τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, είναι η ίδια η πολιτική Αριστερά, που έχει σε μεγάλο βαθμό παραδοθεί στις μεταμοντέρνες ιδεοληψίες περί του δήθεν «μεγάλου τέλους» όλων: της εργασίας, των ιδεολογιών, του κράτους, της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής χωρίς έτερο προσδιορισμό, παρ'όλο που η πραγματικότητα κινείται σε διαδικασίες πολύ βραδύτερης και πάντως διαφορετικής από ό,τι προεξοφλείται εξέλιξης.
Το βασικό κοινωνικό ζήτημα της διεύρυνσης των ανισοτήτων, της επέκτασης των αδικιών, της ανάγκης θεσμικής κατοχύρωσης των αδυνάμων δεν έχει πάψει να τίθεται στην εποχή μας με όλο και επιτακτικότερο τρόπο.
Στον 21ο αιώνα, τα βασικά προβλήματα των κοινωνιών δεν έχουν επιλυθεί, ούτε ξεπερασθεί, ενώ έχουν τουναντίον επιδεινωθεί, λόγω ανάστροφης πορείας των κοινωνικών πραγμάτων στην εποχή μας. Εν τούτοις, υπό την επήρεια μεταμοντέρνων αντιλήψεων, η «αφήγηση» της Αριστεράς σήμερα κήδεται περισσότερο για την έννοια του εξατομικευμένου «πολίτη», παρά για εκείνη του πολιτικού συστήματος, που στηρίζει κοινωνικά αδύναμους και αδικημένους.
Όμως, έτσι η Αριστερά δεν επωφελείται από την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και απόγνωση, αντίθετα αποξενώνεται από αυτήν, καταγράφει ατελείωτες απώλειες σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία έχασε το πολιτικό παιχνίδι, όμως όχι επειδή προάσπισε το παραδοσιακό πρόγραμμά της, αλλά διότι το απεμπόλησε. Από την κατάρρευσή της δεν επωφελείται κάποια άλλη εκδοχή της Αριστεράς, στο μέτρο που όλες έχουν επίσης, άμεσα ή έμμεσα, εμπλακεί σε παρεμφερείς ιδεολογικές φαντασιώσεις, που σήμερα αποδομούνται και συνοδεύουν τον νεοφιλελευθερισμό στην πτώση του. Η Αριστερά εμφανίζει σήμερα πληθωρική παρουσία στα επιμέρους πολιτιστικά και κοινωνικά μέτωπα, ενώ ταυτόχρονα θεωρητικοποιεί την αδυναμία της να παρουσιάσει κεντρικό ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα και ταυτόχρονα διαβάλλει εκ προοιμίου τη δυνατότητα μεταρρυθμιστικού πολιτικού προγράμματος. Καταγγέλλει τις «υπερβολές» του νεοφιλελευθερισμού, εν τούτοις θεωρεί ότι αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση του καπιταλισμού, παρ' όλο που αυτός ακριβώς σήμερα κλονίζεται λόγω των αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει.
Σε πρόσφατο έργο τους δύο Βρετανοί ερευνητές της «κοινωνικής επιδημιολογίας» διαπιστώνουν ότι η πρόσφατη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχει επιδεινώσει όλες τις πλευρές του βίου για το σύνολο των τάξεων και της κοινωνίας και όχι μόνον για τους φτωχότερους.1 Όσο οι ανισότητες οξύνονται, ο μέσος προσδόκιμος βίος συρρικνώνεται για όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, επιδεινώνεται η δημόσια και ψυχική υγεία, πολλαπλασιάζονται τα λιποβαρή βρέφη, αυξάνονται η παιδική θνησιμότητα, ο αριθμός ανθρωποκτονιών, μαθητικών συμμοριών και συγκρούσεων στα σχολεία, επεκτείνεται η χρήση ναρκωτικών, ανέρχεται ο δείκτης παχυσαρκίας, κατέρχονται εκείνοι της κοινωνικής εμπιστοσύνης, των πνευματικών επιδόσεων, της πυκνότητας κοινωνικού βίου. Σε κοινωνίες με υψηλό δείκτη ανισότητας συγκεντρώνονται σήμερα όλες οι αρνητικές συνέπειες, ενώ σε εκείνες με χαμηλότερο δείκτη ανισότητος εντοπίζονται οι θετικές επιδόσεις. Ακόμη και η διεθνής ισχύς μιας χώρας αποτελεί συνάρτηση αντιστρόφως ανάλογη του βαθμού των εσωτερικών ανισοτήτων της. Επιπροσθέτως, η αύξηση των ανισοτήτων δεν αποφέρει υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, όπως διατείνονται οι προαγωγοί των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων, αλλά κοινωνική κρίση, που καταλήγει σε οικονομικό αδιέξοδο.
Το πρόβλημα της Αριστεράς υπό όλες τις εκδοχές της, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη, παραμένει πάνω απ' όλα ιδεολογικό και πολιτικό. Οσο εκπέμπει ανεπαρκές και ασαφές ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα, οι κοινωνικές και πολιτιστικές συνιστώσες του χώρου δεν ενοποιούνται, παραμένουν διακριτές και μειονοτικής εμβέλειας, ενώ οι πολιτικές συνιστώσες του καταλήγουν σε γραφειοκρατικά μορφώματα. Η μεταμοντέρνα Αριστερά διαβάλλει την «οικουμενική πολιτική», δηλαδή την πολιτική για όλους, και επενδύεται υπέρμετρα στη στήριξη των πολιτιστικών και κοινωνικών μειονοτήτων (φύλου, θρησκείας, έθνους, φυλής, πολιτισμού, μειονεκτικών ομάδων). Ομως, φυσικά, χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση, το υπερβολικό ενδιαφέρον για τις ποικίλες μειονότητες εκλαμβάνεται ως αποστασιοποίηση, αμηχανία, έλλειμμα ευαισθησίας, εφεκτικότητα έναντι των μεγάλων και καυτών προβλημάτων της πλειοψηφίας.
Το εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνει σήμερα τα όριά του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Όμως, αυτό αποδίδεται σε ανεπάρκειες πολιτικής σύλληψης και έκφρασης, όχι σε δήθεν καταλυτική αδυναμία ύπαρξης.
Στις σύγχρονες συνθήκες, η παραγωγή κοινωνικού ριζοσπαστισμού δεν περιορίζεται, αλλά επαυξάνεται, οι πολιτικές αποτυχίες του δεν εκτονώνουν την κοινωνική απόγνωση αλλά επαυξάνουν την εκρηκτικότητά της.
kvergo@gmail.com
1. Βλ. Robet Wilkinson και Kate Picket, The Spirit Level. Why more equal societies almost always do better, Penguin, Μάρτιος 2009

ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ - Mal du depart

KAΛΑ ΤΑΞΙΔΙΑ!

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

ΠΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ

Από τις κορυφαίες χορογράφους του καιρού μας, η Μπάους έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της στο σώμα του σύγχρονου χορού δημιουργώντας μια νέα, δική της αισθητική και επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης της. Παραμένοντας στο κέντρο των εξελίξεων επί σχεδόν τριάντα χρόνια, συνεχίζει να τροφοδοτεί και να εμπνέει όχι μόνο γενιές χορογράφων αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, εικαστικούς και κινηματογραφιστές.
«Με ενδιαφέρει τι είναι αυτό
που κινεί τους ανθρώπους»
Η δουλειά της, τόσο προσωπική που συχνά θυμίζει κάποιου το όνειρο, είναι ταυτόχρονα βαθιά δημοκρατική: η Μπάους θέτει ερωτήματα στους χορευτές κι αυτοί προσφέρουν τις απαντήσεις τους• εκείνη επιλέγει και οργανώνει το υλικό, ώστε να απολαμβάνουμε εμείς, οι «απ’ έξω», τα πολυσυλλεκτικά της ποιήματα. Συχνά, δε, πρώτα παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο κι έπειτα του δίνει τίτλο, επιτρέποντας στην επαφή με το κοινό να το καθορίσει.
Σταθερά της θέματα η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναδικότητα του προσώπου και η ακάματη εσωτερική εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, των ευχών, των ρόλων, των συμβόλων - ενώ η κοινωνική και πολιτική διάσταση του χοροθεάτρου είναι ένα σημείο όπου καινοτομεί. Τα όρια ανάμεσα στον ρόλο και το άτομο δείχνουν να λιώνουν στη δουλειά της, αφήνοντας τους ερμηνευτές της εκτεθειμένους επί σκηνής. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που είχε πει το 1973, στην αρχή της καριέρας της: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί».
Από τη Γερμανία
στην Αμερική - και πάλι πίσω
Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 και μεγάλωσε ανάμεσα στους πάγκους της ταβέρνας του πατέρα της (μια ανάμνηση εξερεύνησε στο έργο της «Καφέ Μύλλερ»). Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου στα 15 της, στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, ως μαθήτρια του Κουρτ Γιόος, πρωτεργάτη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών συνέχισε τις σπουδές της, με υποτροφία, στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, όπου συνεργάστηκε με σπουδαίους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως ο Πολ Τέιλορ και ο Χοσέ Λιμόν. Το 1962, ύστερα από παράκληση του Γιόος επέστρεψε στη Γερμανία, για να γίνει μέλος του Μπαλέτου Φόλκβανγκ που εκείνος είχε μόλις ιδρύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τον τίτλο «Θραύσματα», και την αμέσως επόμενη χρονιά γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος του Στούντιο Χορού Φόλκβανγκ (πρώην Μπαλέτο Φόλκβανγκ).
Ουδείς προφήτης στον τόπο του;
Εντωμεταξύ, το 1973 δέχεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, το οποίο μετατρέπει σε Χοροθέατρο και έναν χρόνο αργότερα κάνει πρεμιέρα με το έργο «Φριτς». Ακολουθούν τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» και πολλά άλλα έργα που προκαλούν και ταράζουν: Χορευτές που χειρονομούν, αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα, καπνίζουν, δακρύζουν ή απλώς αναπνέουν επί σκηνής – πράγματα, έως τότε, ανήκουστα. Οι δημότες παραπονούνται ότι πάνε στράφι τα λεφτά των φορολογουμένων και η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, αλλά και επιθέσεις – άγνωστοι φτάνουν στο θέατρο για να τη φτύσουν ή να ορμήξουν και να την πιάσουν από τα μαλλιά… Και ενώ σκεφτόταν να μεταφέρει την έδρα της στο Παρίσι, οι χορευτές της ήθελαν να παραμείνουν στο Βούπερταλ. Τελικά εκεί και παρέμεινε, μια απόφαση που ίσως τελικά ήταν σοφή. Καθώς τα έργα της βασίζονται στην καθημερινότητα, το Βούπερταλ αποτελεί ίσως το τέλειο παρατηρητήριο: μια συνηθισμένη μικρή πόλη.
Μια αριστοτελική Γερμανίδα
Κι ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από το διεθνές κοινό, τα έργα της είναι πλέον ανάρπαστα στο Βούπερταλ - το 2003 μάλιστα της απένειμαν το κλειδί της πόλης. Δίχως, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η κριτική δεν την έχει κατακεραυνώσει κατά καιρούς και εκτός γερμανικών συνόρων. Η σκοτεινή ένταση των έργων της, η συναρπαστική αλλά θλιβερή θέα της τής ανθρωπότητας, η βία και η σκληρότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και η γυναικεία βαναυσότητα απέναντι στους άντρες, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση και η παγερή αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, οδήγησαν κάποιους κριτικούς να μιλήσουν για «πορνογραφία του πόνου» στα έργα της (Arlene Croce, «The New Yorker»), ενώ άλλοι παρατηρούν: «Το ενοχλητικό με τη δουλειά της Μπάους, πέρα από την όποια πρωτοτυπία και αρτιότητα, είναι ότι δεν είναι κανείς σίγουρος για την δική της ηθική θέση» (Alan Kriegsman, «The Washington Post»). Ίσως, βέβαια, αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που κάνει τη δουλειά της τόσο αγαπητή – το γεγονός ότι καταφέρνει, με τη νηφαλιότητα του παρατηρητή και την καθαρότητα βλέμματος ενός παιδιού, να καταθέτει ανθρώπινους μηχανισμούς και στιγμές εντελώς αριστοτελικά: εκείνη μας καθρεφτίζει δίχως να κρίνει ή να ποδηγετεί κι εμείς αναγνωρίζουμε το βαθύ μας εαυτό επί σκηνής, μια πράξη που από μόνη της δύναται, ίσως, να μας μετασχηματίσει. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Μπάους αναθέτει στο κοινό την απόδοση νοήματος των έργων της.
Συνταξιούχοι και ρομαντισμός
Ένα από τα πολλά ταμπού που έσπασε η Πίνα Μπάους ήταν το ιδανικό του ιδανικά ωραίου χορευτή. Οι γυναίκες στα έργα της συνήθως φορούν μακριές, πανέμορφες τουαλέτες κι έχουν τα μαλλιά τους λυτά, ενώ οι άντρες, με παντελόνια και πουκάμισα, κρατούν κι εκείνοι την αρχετυπική μορφή του φύλου τους, δίχως όμως να διστάσουν να την ανταλλάξουν με τη θηλυκή, γλιστρώντας ενίοτε σε γόβες και σατέν. Ανάμεσα στους χορευτές της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες με σωματότυπους που υμνούν τη διαφορετικότητα: υπάρχουν κοντοί και ψηλοί, όμορφοι και άσχημοι, σφριγηλοί νεαροί ή συνταξιούχοι δίχως καμία σκηνική εμπειρία, που όμως κατορθώνουν να κατακτούν αξιοζήλευτη τεχνική αρτιότητα…
Άλλο ένα από τα φράγματα που έσπασε η Μπάους ήταν αυτό της θεματολογίας. Τα έργα της δεν αποπνέουν απαραιτήτως χαρά. Κάποτε αναδύουν σπαραγμό, φόβο ή απουσία, όχι όμως δίχως χιούμορ. Γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής Γερμανίας (όπως, αντίστοιχα, στην Ιαπωνία η γενιά που δημιούργησε το ωμά εξπρεσιονιστικό Μπούτο), η Μπάους θέτει δύσκολες ερωτήσεις. Η δουλειά της, συχνά εστιασμένη στο αίσθημα της ενοχής, της ηθικής ευθύνης και της σκοτεινής όψης της φύσης μας, φέρει μέσα της τόσο την δική της απογοήτευση, όσο και την ανάγκη της για υπαρξιακή ανακούφιση. Η ιδέα ότι μια παράσταση χορού πρέπει να είναι ευχάριστη αντικαταστάθηκε από την ανάγκη της Μπάους για ειλικρινή έκφραση, κάτι που συχνά την οδηγεί σε πένθιμα, αν και ολοζώντανα, έργα. Ταυτόχρονα, εκτιμώντας βαθύτατα την ελαφρότητα μέσα από το βάρος της, συχνά τη βλέπουμε να δημιουργεί στιγμές τόσο ρομαντικά τρυφερές, που θα μπορούσε να τις έχει ονειρευτεί ένα κορίτσι. Η Μπάους δημιουργεί κάτι μεγάλο από κάτι μικρό, χτίζοντας στη λεπτομέρεια, επαναλαμβάνοντας μια χειρονομία κι αντηχώντας ένα νέο νόημα κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το μπαλετικό της παρελθόν, αυτοσχεδιαστικές τεχνικές και την κατά Στανισλάφσκι αισθητηριακή μνήμη για να αρθρώσει το μοναδικά δικό της λόγο.
Η ηγερία του χοροθεάτρου έσβησε χθες στα 69 της στο Βούπερταλ της Γερμανίας.

Από το ιστολόγιο, http://efmag.blogspot.com/2008/07/blog-post_4070.html