Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Ελευθεροτυπία, 03/07/2009

Ο σύγχρονος κοινωνικός ριζοσπαστισμός
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Η επίδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις πρόσφατες ευρωεκλογές δεν ήταν ικανοποιητική, ούτε όμως και καταστροφική.
Παρ' όλα αυτά, ήταν απογοητευτική σε σχέση με τις φιλοδοξίες και προσδοκίες που είχαν αναπτυχθεί: την ανάδειξη ενός μεγάλου μαζικού κινήματος με «αντισυστημικό» προσανατολισμό. Ομως, περισσότερο απογοητευτική και με έντονα αποσταθεροποιητικές συνέπειες αποδείχθηκε στη συνέχεια η διαχείριση του μη ικανοποιητικού εκλογικού αποτελέσματος: ήλθαν στο φως καταστάσεις δυσάρεστες, που ουδείς τολμούσε να φαντασθεί. Μέχρι σήμερα δεν έχει καν επιχειρηθεί αποτίμηση του τι ακριβώς συνέβη και σε ποιες αιτίες αυτό αποδίδεται• όλες οι πλευρές αποδέχονται «λάθη», που όμως ουδείς προσδιορίζει, ενώ έκαστος των πολιτικών εταίρων επιρρίπτει ευθύνες στους υπολοίπους. Η εσωστρέφεια αποθεώνεται, διακόπτεται η επαφή και ο διάλογος με την κοινωνία. Αναδύεται έτσι δικαιολογημένα κλίμα πολιτικής δυσπιστίας και αφερεγγυότητας, ενώ επαυξάνεται η κοινωνική καχυποψία και επιφυλακτικότητα σχετικά με την υπόσταση και τις πολιτικές προοπτικές του χώρου. Οι αντίπαλες πλευρές, φυσικά, επιχαίρουν, φθάνοντας να αμφισβητήσουν ακόμη και τον κοινωνικό λόγο ύπαρξής του.
Το διαζύγιο της πολιτικής Αριστεράς με την υποθετική και διεκδικούμενη κοινωνική βάση της δεν είναι νέο φαινόμενο. Δεν είναι πρώτη φορά στην Ιστορία που η Αριστερά αυτοπαγιδεύεται σε θεωρητικά σχήματα που η ίδια εκπονεί, ενώ η πραγματικότητα ακολουθεί διαφορετική πορεία. Η διάσταση μεταξύ Αριστεράς και κοινωνικής πραγματικότητας αποδίδεται σήμερα από ορισμένους στην καθήλωση της πρώτης σε «αρχαϊκά και ξεπερασμένα» σχήματα του παρελθόντος. Ομως, περί του αντιθέτου πρόκειται. Εάν κάποιος έχει σήμερα ριζικά μεταλλαχθεί, ώστε να αποβαίνει αγνώριστος, περισσότερο και από τη νέα κοινωνική πραγματικότητα, είναι η ίδια η πολιτική Αριστερά, που έχει σε μεγάλο βαθμό παραδοθεί στις μεταμοντέρνες ιδεοληψίες περί του δήθεν «μεγάλου τέλους» όλων: της εργασίας, των ιδεολογιών, του κράτους, της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής χωρίς έτερο προσδιορισμό, παρ'όλο που η πραγματικότητα κινείται σε διαδικασίες πολύ βραδύτερης και πάντως διαφορετικής από ό,τι προεξοφλείται εξέλιξης.
Το βασικό κοινωνικό ζήτημα της διεύρυνσης των ανισοτήτων, της επέκτασης των αδικιών, της ανάγκης θεσμικής κατοχύρωσης των αδυνάμων δεν έχει πάψει να τίθεται στην εποχή μας με όλο και επιτακτικότερο τρόπο.
Στον 21ο αιώνα, τα βασικά προβλήματα των κοινωνιών δεν έχουν επιλυθεί, ούτε ξεπερασθεί, ενώ έχουν τουναντίον επιδεινωθεί, λόγω ανάστροφης πορείας των κοινωνικών πραγμάτων στην εποχή μας. Εν τούτοις, υπό την επήρεια μεταμοντέρνων αντιλήψεων, η «αφήγηση» της Αριστεράς σήμερα κήδεται περισσότερο για την έννοια του εξατομικευμένου «πολίτη», παρά για εκείνη του πολιτικού συστήματος, που στηρίζει κοινωνικά αδύναμους και αδικημένους.
Όμως, έτσι η Αριστερά δεν επωφελείται από την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και απόγνωση, αντίθετα αποξενώνεται από αυτήν, καταγράφει ατελείωτες απώλειες σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία έχασε το πολιτικό παιχνίδι, όμως όχι επειδή προάσπισε το παραδοσιακό πρόγραμμά της, αλλά διότι το απεμπόλησε. Από την κατάρρευσή της δεν επωφελείται κάποια άλλη εκδοχή της Αριστεράς, στο μέτρο που όλες έχουν επίσης, άμεσα ή έμμεσα, εμπλακεί σε παρεμφερείς ιδεολογικές φαντασιώσεις, που σήμερα αποδομούνται και συνοδεύουν τον νεοφιλελευθερισμό στην πτώση του. Η Αριστερά εμφανίζει σήμερα πληθωρική παρουσία στα επιμέρους πολιτιστικά και κοινωνικά μέτωπα, ενώ ταυτόχρονα θεωρητικοποιεί την αδυναμία της να παρουσιάσει κεντρικό ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα και ταυτόχρονα διαβάλλει εκ προοιμίου τη δυνατότητα μεταρρυθμιστικού πολιτικού προγράμματος. Καταγγέλλει τις «υπερβολές» του νεοφιλελευθερισμού, εν τούτοις θεωρεί ότι αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση του καπιταλισμού, παρ' όλο που αυτός ακριβώς σήμερα κλονίζεται λόγω των αδιεξόδων που έχει δημιουργήσει.
Σε πρόσφατο έργο τους δύο Βρετανοί ερευνητές της «κοινωνικής επιδημιολογίας» διαπιστώνουν ότι η πρόσφατη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχει επιδεινώσει όλες τις πλευρές του βίου για το σύνολο των τάξεων και της κοινωνίας και όχι μόνον για τους φτωχότερους.1 Όσο οι ανισότητες οξύνονται, ο μέσος προσδόκιμος βίος συρρικνώνεται για όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, επιδεινώνεται η δημόσια και ψυχική υγεία, πολλαπλασιάζονται τα λιποβαρή βρέφη, αυξάνονται η παιδική θνησιμότητα, ο αριθμός ανθρωποκτονιών, μαθητικών συμμοριών και συγκρούσεων στα σχολεία, επεκτείνεται η χρήση ναρκωτικών, ανέρχεται ο δείκτης παχυσαρκίας, κατέρχονται εκείνοι της κοινωνικής εμπιστοσύνης, των πνευματικών επιδόσεων, της πυκνότητας κοινωνικού βίου. Σε κοινωνίες με υψηλό δείκτη ανισότητας συγκεντρώνονται σήμερα όλες οι αρνητικές συνέπειες, ενώ σε εκείνες με χαμηλότερο δείκτη ανισότητος εντοπίζονται οι θετικές επιδόσεις. Ακόμη και η διεθνής ισχύς μιας χώρας αποτελεί συνάρτηση αντιστρόφως ανάλογη του βαθμού των εσωτερικών ανισοτήτων της. Επιπροσθέτως, η αύξηση των ανισοτήτων δεν αποφέρει υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, όπως διατείνονται οι προαγωγοί των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων, αλλά κοινωνική κρίση, που καταλήγει σε οικονομικό αδιέξοδο.
Το πρόβλημα της Αριστεράς υπό όλες τις εκδοχές της, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη, παραμένει πάνω απ' όλα ιδεολογικό και πολιτικό. Οσο εκπέμπει ανεπαρκές και ασαφές ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα, οι κοινωνικές και πολιτιστικές συνιστώσες του χώρου δεν ενοποιούνται, παραμένουν διακριτές και μειονοτικής εμβέλειας, ενώ οι πολιτικές συνιστώσες του καταλήγουν σε γραφειοκρατικά μορφώματα. Η μεταμοντέρνα Αριστερά διαβάλλει την «οικουμενική πολιτική», δηλαδή την πολιτική για όλους, και επενδύεται υπέρμετρα στη στήριξη των πολιτιστικών και κοινωνικών μειονοτήτων (φύλου, θρησκείας, έθνους, φυλής, πολιτισμού, μειονεκτικών ομάδων). Ομως, φυσικά, χωρίς πολιτική διαμεσολάβηση, το υπερβολικό ενδιαφέρον για τις ποικίλες μειονότητες εκλαμβάνεται ως αποστασιοποίηση, αμηχανία, έλλειμμα ευαισθησίας, εφεκτικότητα έναντι των μεγάλων και καυτών προβλημάτων της πλειοψηφίας.
Το εγχείρημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνει σήμερα τα όριά του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Όμως, αυτό αποδίδεται σε ανεπάρκειες πολιτικής σύλληψης και έκφρασης, όχι σε δήθεν καταλυτική αδυναμία ύπαρξης.
Στις σύγχρονες συνθήκες, η παραγωγή κοινωνικού ριζοσπαστισμού δεν περιορίζεται, αλλά επαυξάνεται, οι πολιτικές αποτυχίες του δεν εκτονώνουν την κοινωνική απόγνωση αλλά επαυξάνουν την εκρηκτικότητά της.
kvergo@gmail.com
1. Βλ. Robet Wilkinson και Kate Picket, The Spirit Level. Why more equal societies almost always do better, Penguin, Μάρτιος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου