Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

ΠΙΝΑ ΜΠΑΟΥΣ

Από τις κορυφαίες χορογράφους του καιρού μας, η Μπάους έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της στο σώμα του σύγχρονου χορού δημιουργώντας μια νέα, δική της αισθητική και επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης της. Παραμένοντας στο κέντρο των εξελίξεων επί σχεδόν τριάντα χρόνια, συνεχίζει να τροφοδοτεί και να εμπνέει όχι μόνο γενιές χορογράφων αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, εικαστικούς και κινηματογραφιστές.
«Με ενδιαφέρει τι είναι αυτό
που κινεί τους ανθρώπους»
Η δουλειά της, τόσο προσωπική που συχνά θυμίζει κάποιου το όνειρο, είναι ταυτόχρονα βαθιά δημοκρατική: η Μπάους θέτει ερωτήματα στους χορευτές κι αυτοί προσφέρουν τις απαντήσεις τους• εκείνη επιλέγει και οργανώνει το υλικό, ώστε να απολαμβάνουμε εμείς, οι «απ’ έξω», τα πολυσυλλεκτικά της ποιήματα. Συχνά, δε, πρώτα παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο κι έπειτα του δίνει τίτλο, επιτρέποντας στην επαφή με το κοινό να το καθορίσει.
Σταθερά της θέματα η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναδικότητα του προσώπου και η ακάματη εσωτερική εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, των ευχών, των ρόλων, των συμβόλων - ενώ η κοινωνική και πολιτική διάσταση του χοροθεάτρου είναι ένα σημείο όπου καινοτομεί. Τα όρια ανάμεσα στον ρόλο και το άτομο δείχνουν να λιώνουν στη δουλειά της, αφήνοντας τους ερμηνευτές της εκτεθειμένους επί σκηνής. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που είχε πει το 1973, στην αρχή της καριέρας της: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί».
Από τη Γερμανία
στην Αμερική - και πάλι πίσω
Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 και μεγάλωσε ανάμεσα στους πάγκους της ταβέρνας του πατέρα της (μια ανάμνηση εξερεύνησε στο έργο της «Καφέ Μύλλερ»). Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου στα 15 της, στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, ως μαθήτρια του Κουρτ Γιόος, πρωτεργάτη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών συνέχισε τις σπουδές της, με υποτροφία, στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, όπου συνεργάστηκε με σπουδαίους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως ο Πολ Τέιλορ και ο Χοσέ Λιμόν. Το 1962, ύστερα από παράκληση του Γιόος επέστρεψε στη Γερμανία, για να γίνει μέλος του Μπαλέτου Φόλκβανγκ που εκείνος είχε μόλις ιδρύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τον τίτλο «Θραύσματα», και την αμέσως επόμενη χρονιά γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος του Στούντιο Χορού Φόλκβανγκ (πρώην Μπαλέτο Φόλκβανγκ).
Ουδείς προφήτης στον τόπο του;
Εντωμεταξύ, το 1973 δέχεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, το οποίο μετατρέπει σε Χοροθέατρο και έναν χρόνο αργότερα κάνει πρεμιέρα με το έργο «Φριτς». Ακολουθούν τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» και πολλά άλλα έργα που προκαλούν και ταράζουν: Χορευτές που χειρονομούν, αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα, καπνίζουν, δακρύζουν ή απλώς αναπνέουν επί σκηνής – πράγματα, έως τότε, ανήκουστα. Οι δημότες παραπονούνται ότι πάνε στράφι τα λεφτά των φορολογουμένων και η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, αλλά και επιθέσεις – άγνωστοι φτάνουν στο θέατρο για να τη φτύσουν ή να ορμήξουν και να την πιάσουν από τα μαλλιά… Και ενώ σκεφτόταν να μεταφέρει την έδρα της στο Παρίσι, οι χορευτές της ήθελαν να παραμείνουν στο Βούπερταλ. Τελικά εκεί και παρέμεινε, μια απόφαση που ίσως τελικά ήταν σοφή. Καθώς τα έργα της βασίζονται στην καθημερινότητα, το Βούπερταλ αποτελεί ίσως το τέλειο παρατηρητήριο: μια συνηθισμένη μικρή πόλη.
Μια αριστοτελική Γερμανίδα
Κι ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από το διεθνές κοινό, τα έργα της είναι πλέον ανάρπαστα στο Βούπερταλ - το 2003 μάλιστα της απένειμαν το κλειδί της πόλης. Δίχως, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η κριτική δεν την έχει κατακεραυνώσει κατά καιρούς και εκτός γερμανικών συνόρων. Η σκοτεινή ένταση των έργων της, η συναρπαστική αλλά θλιβερή θέα της τής ανθρωπότητας, η βία και η σκληρότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και η γυναικεία βαναυσότητα απέναντι στους άντρες, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση και η παγερή αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, οδήγησαν κάποιους κριτικούς να μιλήσουν για «πορνογραφία του πόνου» στα έργα της (Arlene Croce, «The New Yorker»), ενώ άλλοι παρατηρούν: «Το ενοχλητικό με τη δουλειά της Μπάους, πέρα από την όποια πρωτοτυπία και αρτιότητα, είναι ότι δεν είναι κανείς σίγουρος για την δική της ηθική θέση» (Alan Kriegsman, «The Washington Post»). Ίσως, βέβαια, αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που κάνει τη δουλειά της τόσο αγαπητή – το γεγονός ότι καταφέρνει, με τη νηφαλιότητα του παρατηρητή και την καθαρότητα βλέμματος ενός παιδιού, να καταθέτει ανθρώπινους μηχανισμούς και στιγμές εντελώς αριστοτελικά: εκείνη μας καθρεφτίζει δίχως να κρίνει ή να ποδηγετεί κι εμείς αναγνωρίζουμε το βαθύ μας εαυτό επί σκηνής, μια πράξη που από μόνη της δύναται, ίσως, να μας μετασχηματίσει. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Μπάους αναθέτει στο κοινό την απόδοση νοήματος των έργων της.
Συνταξιούχοι και ρομαντισμός
Ένα από τα πολλά ταμπού που έσπασε η Πίνα Μπάους ήταν το ιδανικό του ιδανικά ωραίου χορευτή. Οι γυναίκες στα έργα της συνήθως φορούν μακριές, πανέμορφες τουαλέτες κι έχουν τα μαλλιά τους λυτά, ενώ οι άντρες, με παντελόνια και πουκάμισα, κρατούν κι εκείνοι την αρχετυπική μορφή του φύλου τους, δίχως όμως να διστάσουν να την ανταλλάξουν με τη θηλυκή, γλιστρώντας ενίοτε σε γόβες και σατέν. Ανάμεσα στους χορευτές της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες με σωματότυπους που υμνούν τη διαφορετικότητα: υπάρχουν κοντοί και ψηλοί, όμορφοι και άσχημοι, σφριγηλοί νεαροί ή συνταξιούχοι δίχως καμία σκηνική εμπειρία, που όμως κατορθώνουν να κατακτούν αξιοζήλευτη τεχνική αρτιότητα…
Άλλο ένα από τα φράγματα που έσπασε η Μπάους ήταν αυτό της θεματολογίας. Τα έργα της δεν αποπνέουν απαραιτήτως χαρά. Κάποτε αναδύουν σπαραγμό, φόβο ή απουσία, όχι όμως δίχως χιούμορ. Γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής Γερμανίας (όπως, αντίστοιχα, στην Ιαπωνία η γενιά που δημιούργησε το ωμά εξπρεσιονιστικό Μπούτο), η Μπάους θέτει δύσκολες ερωτήσεις. Η δουλειά της, συχνά εστιασμένη στο αίσθημα της ενοχής, της ηθικής ευθύνης και της σκοτεινής όψης της φύσης μας, φέρει μέσα της τόσο την δική της απογοήτευση, όσο και την ανάγκη της για υπαρξιακή ανακούφιση. Η ιδέα ότι μια παράσταση χορού πρέπει να είναι ευχάριστη αντικαταστάθηκε από την ανάγκη της Μπάους για ειλικρινή έκφραση, κάτι που συχνά την οδηγεί σε πένθιμα, αν και ολοζώντανα, έργα. Ταυτόχρονα, εκτιμώντας βαθύτατα την ελαφρότητα μέσα από το βάρος της, συχνά τη βλέπουμε να δημιουργεί στιγμές τόσο ρομαντικά τρυφερές, που θα μπορούσε να τις έχει ονειρευτεί ένα κορίτσι. Η Μπάους δημιουργεί κάτι μεγάλο από κάτι μικρό, χτίζοντας στη λεπτομέρεια, επαναλαμβάνοντας μια χειρονομία κι αντηχώντας ένα νέο νόημα κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το μπαλετικό της παρελθόν, αυτοσχεδιαστικές τεχνικές και την κατά Στανισλάφσκι αισθητηριακή μνήμη για να αρθρώσει το μοναδικά δικό της λόγο.
Η ηγερία του χοροθεάτρου έσβησε χθες στα 69 της στο Βούπερταλ της Γερμανίας.

Από το ιστολόγιο, http://efmag.blogspot.com/2008/07/blog-post_4070.html

4 σχόλια:

  1. καλησπέρα,νομίζω πως ειχε πολλά ακόμη να προσφερει,ειχα διαβάσει μια συνεντευξη της και πραγματικά ενιωσα πως γνωριζε πολύ καλα τι ηθελε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πάντα γι΄αυτούς τους ανθρώπους λέμε ότι είχαν να προσφέρουν πολλά ακόμη,όταν πεθαίνουν. Αυτό το λέμε ακόμα κι όταν έχει κλείσει ο κύκλος τους βιολογικός είτε δημιουργικός. Γιατί ίσως στην εποχή μας έχουμε την ανάγκη και μόνο ύπαρξης αυτών των ανθρώπων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η εποχή μας πράγματι ειναι πολύ πτωχή,στην προκειμένη περίπτωση πάντως ειχε πράγματι πολλά να προσφερει ακόμη.
    Στα καθ ημάς.
    Προ λίγων ημερών αισθανθηκα απεραντο θυμό διαβάζοντας πως επιτέλους η Λήδα Πρωτοψάλτη θα εφανισθεί στην Επίδαυρο με τις Τρωάδες [ΕΚΑΒΗ]που ανεβαζει το ΚΘΒΕ ,
    Μια ηθοποιός της αξίας και του μεγέθους της με πορεία 50 χρόνων,.
    Ειναι εύλογο λοιπόν να ξαναθυμηθούμε τον Ευριπίδη,ιδιαίτερα σήμερα .
    'Δεν βλέπεις πως ορίζουν οι θεοί τα πράγματα??Πως τους τιποτένιους ανυψώνουν και τους αξιους εξολοθρεύουν''

    ΑπάντησηΔιαγραφή